Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Η ΜΕΛΙΝΑ ΤΗΣ ...ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ!


Η ΜΕΛΙΝΑ ΤΗΣ ...ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ!

ΣΤΕΛΛΑ ΦΥΓΕ ΚΡΑΤΑΩ ΜΑΧΑΙΡΙ...
Η Μελίνα την εποχή των αγώνων

Αντιστασιακό σύμπλεγμα της Μελίνας... 


Ο ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ ΜΥΘΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΘΕΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ

Του Χριστοφόρου Πετρίτη


Η πιο μεγάλη ηρωίδα της Αντίστασης είναι η Μελίνα Μερκούρη! Αυτή την απάντηση θα πάρουμε, οποιοδήποτε νέο παιδί και αν ρωτήσουμε. Έχει επιβληθεί μέσα από ένα αδυσώπητο και δαιδαλώδες προπαγανδιστικό σύστημα η αντίληψη αυτή.
Και ίσως ίσως, δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια, αν έκανε κάτι και τι η Μελίνα. Υπάρχει μια γενικότερη φιλοσοφική άποψη, να μην πειράζουμε τους «μύθους» και να τους αφήνουμε να υπάρχουν για να ναρκώνονται οι λαοί. Αν αυτό θέλουν και οι αναγνώστες του «Λαβύρινθου», μπορούν να προσπεράσουν αυτές τις σελίδες. Να τις αγνοήσουν, διότι απλούστατα δεν θα ανταποκρίνονται σε μια τέτοια πρόθεση να μην θιγούν τα «είδωλα».
Δεν χωρεί αμφιβολία όμως ότι ούτε οι αναγνώστες μας, ούτε το ίδιο το περιοδικό μας, κυριαρχούνται από τέτοιες ανιστόρητες απόψεις και είναι εύκολη λεία στις επιβαλλόμενες προπαγάνδες. Ας γνωρίζουμε εμείς την αλήθεια και ας αφήσουμε τους άλλους να ζουν βουλιαγμένοι στην υποκρισία και το ψεύδος.

Σε ό,τι αφορά την ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, το καλλιτεχνικό στοιχείο της οποίας δεν αφορά εδώ να το κρίνουμε, ούτε και είμαστε οι αρμοδιότεροι, γεγονός είναι ο χαρακτήρας της ήταν πάντα αντιστασιακός, πλην μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Η γυναίκα αυτή είχε εκ γενετής μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα στοιχεία κυνισμού, σνομπισμού και ανεξέλεγκτου ηδονισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή.
 Θα ήταν εξόφθαλμα άδικο να το αμφισβητήσουμε.
Όταν σε μια ψυχραιμότερη εποχή θα κριθεί ως προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη για τις πολιτικές αντιλήψεις που είχε σε διάφορες φάσεις της ζωής της, τότε θα μπορέσουμε να την κρίνουμε αν πολιτικά ήταν πράγματι αντιστασιακή και αμφισβητίας – ή αν μόνον πήγαινε κατά πού φυσούσε το ρεύμα. 
Ή και αν ήταν πλήρως αδιάφορη πολιτικά, αρκούμενη στην «αξιοποίηση» (δηλ. στην εκμετάλλευση) των πολιτικών θέσεων που εμφανιζόταν να έχει, προκειμένου να προβάλλει ματαιόδοξα την εικόνα της και να αυξάνει τις γνωριμίες της, όπως και τη φήμη της.
Τα γεγονότα τείνουν βεβαιώσουν ότι από τα πρώτα της βήματα, ωφελιμιστικά ήταν τα κριτήρια, με τα οποία διάλεγε τις παρέες της, τους εραστές της, ακόμη και τους εραστές της μιας βραδυάς. Στόχευε ισχυρούς για να τους σαγηνεύει, ώστε να επωφελείται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αλλά και πάλι, όπως και να το δούμε, η Μελίνα ήταν μια αντιστασιακή και μια αμφισβητίας. Δεν ήθελε να ακολουθήσει την «πεπατημένη» για να σταδιοδρομήσει. Πίστευε ότι όλα τα έχει έμφυτα, ότι όλοι της οφείλουν όλα. Το ότι έμεινε για 8+2 χρόνια στον θώκο της υπουργού Πολιτισμού, όσα χρόνια δηλαδή το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην εξουσία μέχρι τον θάνατο της ίδιας, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να διεκδικήσει στην πολιτική διαδρομή της. Αν δεν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι λάθος της ελληνικής κοινωνίας που δεν το έκανε. Π.χ. ποια είναι τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της ιδίας και του σημερινού Προέδρου Κ. Παπούλια, που θα της στερούσαν αυτόν τον θώκο το 2005, αν ζούσε;
 Με εξαίρεση βεβαίως το γεγονός ότι αν ζούσε, ασφαλώς θα συνέχιζε να πολιτεύεται, οπότε ως μη αποτυχούσα βουλευτής δεν θα είχε το πλεονέκτημα που με άγραφο εθιμικό δίκαιο έχει θεσπισθεί για να φθάνει κανείς στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα...

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΕΠΙ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Στα εφηβικά της χρόνια η Μελίνα Μερκούρη είναι γνωστό ότι δεν είχε εκδηλώσει πολιτικά ενδιαφέροντα. Η οικογένειά της άλλωστε ανήκε στον συντηρητικό χώρο γενικώς. Ο περίφημος παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε εκλεγεί επανειλημμένα δήμαρχος ως εκλεκτός των αντιβενιζελικών και μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κέρδιζε άλλες εκλογές, προσχώρησε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Ο πατέρας της, Σταμάτης, δεν ακολούθησε την πολιτική μεταστροφή του δικού του πατέρα, αλλά στα ίδια χρόνια (αρχές της δεκαετίας 1930) στήριξε αντίρροπη μεταστροφή από το βενιζελικό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, με τον οποίο συνδεόταν πολλαπλώς. Έτσι κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και να γίνει υπουργός του Κονδύλη το 1935.
Ωστόσο, στα χρόνια εκείνα ο πρωτεύων πολιτικός νους της οικογένειας ήταν ο αδελφός του Σταμάτη, Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος είχε διατελέσει επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός σε αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ ήταν επιφανές στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι που είχε την πρωτοβουλία να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε στην Ευρώπη. Είχε πλέον μόλις επικρατήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία από το 1922 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία, όταν ο Γ. Μερκούρης ίδρυσε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. Το κόμμα ήταν πλήρως διασυνδεμένο με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας και μάλιστα έλαβε μέρος σε διεθνές φασιστικό συνέδριο στην Ελβετία. Η πολιτική δράση του κόμματος ανακόπηκε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων.
Από την οικογένεια, τελικώς συνελήφθη μόνον ο Σταμάτης, ο οποίος και εξορίσθηκε. Προηγουμένως ο πατέρας της Μελίνας είχε επικροτήσει το νέο καθεστώς και μάλιστα ήταν η πρώτη δημόσια φωνή που διατυπώθηκε για την ίδρυση Εθνικής Νεολαίας, θέτοντας έτσι υποψηφιότητα για την αρχηγία της. Αλλά ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την προσφορά, αν και ευθύς μετά ίδρυσε οργάνωση νεολαίας, την περίφημη ΕΟΝ. Αργότερα και για άλλους λόγους, ο Σταμάτης Μερκούρης στάλθηκε στην εξορία, στην οποία βεβαίως δεν πήγαιναν μόνον οι κομμουνιστές.
Την εποχή εκείνη, που ο πατέρας της είναι στην εξορία, η Μελίνα κάνει τη δική της ιδιότυπη αντίσταση. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια οι γονείς της είχαν χωρίσει και η ίδια, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδελφό της, ζούσαν στο πατρικό σπίτι της οικογένειας Μερκούρη, ενώ ο Σταμάτης Μερκούρης το είχε εγκαταλείψει. Η Μελίνα, όπως η ίδια έχει εκμυστηρευθεί, έτρεφε απέραντο θαυμασμό για τον παππού της και για τον θείο της, ο οποίος είχε πάρει θέση πατέρα, αφού όλοι (παππούς, θείος, οικογένεια Σταμάτη πλην του ιδίου) ζούσαν στο ίδιο σπίτι.
Η Μελίνα έκανε λοιπόν αντίσταση στον εξόριστο πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα έκανε αντίσταση και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με το να μην εγγράφεται στην ΕΟΝ, που πρώτος ο πατέρας της την είχε προτείνει. Εκείνη παρέμενε σταθερά στο πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου την πρωτοκάθεδρη θέση του παππού Σπύρου (σε πολύ μεγάλη ηλικία πλέον) είχε πάρει ο θείος Γιώργος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ο Γεώργ. Μερκούρης δεν ήταν πλέον ενεργός πολιτικός αρχηγός, αλλά παρέμενε αμετάβλητα γερμανόφιλος. Αν θα ερευνούσε κανείς υπομονετικά τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής, τα οποία διασώθηκαν, θα έβρισκε συχνές αναφορές του ονόματός του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου σε αντίστοιχα μνημόνια της γερμανικής πρεσβείας Αθηνών προς το Βερολίνο.

ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ

Άλλωστε ο δεύτερος πατέρας της Μελίνας, όπως η ίδια τον θεωρούσε, ο Γεώργιος Μερκούρης, που ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, χρειάσθηκε να συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές τον Απρίλιο 1941, πριν από την Κατοχή, ως επικίνδυνος γερμανόφιλος. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερος και η πρώτη του ενέργεια ήταν να επανασυστήσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελπίζοντας ότι θα αναλάμβανε την κυβέρνηση δίκην Κουίσλιγκ. 



Αντ’ αυτού διορίστηκε αργότερα ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η Μελίνα Μερκούρη, αν και πλέον ήταν έγγαμη, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον θείο της. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τον γάμο εκείνο σ’ ένα εκκλησάκι, για τον οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε ποιος θα ήταν κουμπάρος, απέκτησε πνευματική συγγένεια μ’ ένα νεαρό τότε και οπωσδήποτε ασήμαντο επαρχιωτόπουλο, που κανείς δεν ήξερε ότι κάποτε σε μια κρίσιμη φάση θα γινόταν γνωστός στην Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Λαδάς. Πρόκειται για τον γνωστό συνταγματάρχη που υπήρξε από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ο θείος Μερκούρης πέθανε τον Δεκέμβριο 1943, διοικητής ων της Εθνικής Τράπεζας. Λίγοι συνόδευσαν τη σορό του, μεταξύ των οποίων κατοχικοί υπουργοί και βεβαίως Γερμανοί αξιωματικοί. Όπως θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά κανείς, ανάμεσά τους ήταν και η Μελίνα, η οποία κατά και ήταν απαρηγόρητη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κηδεία δεν παραβρέθηκε ο μοναδικός αδελφός του, ο Σταμάτης.
Την εποχή εκείνη ο τελευταίος είχε ιδρύσει μια αντιστασιακή οργάνωση και φερόταν ότι είχε εγκαταλείψει τις προπολεμικές φασιστικές ιδέες του. Αλλά το ερώτημα, που μας ενδιαφέρει, είναι τι έκανε την ίδια εποχή η Μελίνα.
Εκείνη μισούσε την πείνα, αν και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ στα προηγούμενα χρόνια. Ούτε και τώρα. Άλλωστε ο σύζυγός της ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες με αμύθητης αξίας ακίνητα όχι μόνο στην ομώνυμη συνοικία της Καλλιθέας, που την είχε οικοπεδοποιήσει ο πατέρας του, αλλά και μεταξύ άλλων χιλιάδες στρέμματα στη Θεσσαλία. Από τα κτήματα εκείνα, τακτικά έφερναν οι άνθρωποί του τρόφιμα που επαρκούσαν για να διατραφούν όχι μία, αλλά πάρα πολλές οικογένειες. Αλλά και τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και τα εισοδήματά του, επέτρεπαν στο ζεύγος Χαροκόπου να μην διανοηθεί καν ότι υπάρχει πείνα στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα τεράστιο ρετιρέ 400 τ.μ. μιας επιβλητικής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που ήταν ιδιόκτητη και βρισκόταν χωρίς υπερβολή στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας: ακριβώς δίπλα από τη γαλλική πρεσβεία, στην αρχή της οδού Ακαδημίας.
Και όταν λοιπόν οι Αθηναίοι έπεφταν νεκροί από την πείνα στους δρόμους, οι Χαροκόποι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν χαροκαμένοι και πεινασμένοι κάτω στα πεζοδρόμια. Πολύ δε περισσότερο η ανέμελη Μελίνα, που το ενδιαφέρον της εστιαζόταν σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την πολιτική. Την ενδιέφεραν νεαρές παρέες, άντρες και γυναίκες.
Ο Πάνος Χαροκόπος ήταν πολύ μεγαλύτερός της, θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Είχε δική του θαλαμηγό και ένα εντυπωσιακό ανοιχτό αυτοκίνητο. Και τα δύο επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να διατηρεί το ζεύγος άριστες σχέσεις με πολλούς αξιωματικούς του κατοχικού στρατού, που ενίοτε γίνονταν και ιδιαίτερα στενές. Χάρη σ’ αυτές είχαν αποφύγει πολλές φορές να επιταχθεί το ρετιρέ τους, κάτι που είχε συμβεί σε όλες τις άλλες πλούσιες οικογένειες της Αθήνας.
Η Κατοχή είχε βρει τη Μελίνα να έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο θέατρο, όπου φιλοδοξούσε να κάνει μια μεγάλη σταδιοδρομία. Και για να το επιτύχει αυτό, πίστευε πως ήταν χρήσιμο να έχει πολλές επαφές με ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους θεατρικούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, σε μέρες που όλοι ήταν στερημένοι από φαγητό και απολαύσεις, το σπίτι της οδού Ακαδημίας 4 ήταν ανοιχτό για τις παρέες της Μελίνας.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΩΝ!

Στα χρόνια της Κατοχής η Μελίνα δεν έκανε αντίσταση. Είναι η μόνη περίοδος που πίστεψε ότι δεν είχε τίποτε να προσφέρει, γι’ αυτό και αντί για αντίσταση προτίμησε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με όσους Γερμανούς γνώριζε προσωπικά. Το ακριβές είναι ότι έκανε αντίσταση κατά των αντιστασιακών!
Όπως είχε γράψει ο «Λαβύρινθος», η Μελίνα μια κατοχική μέρα μεσημέρι είχε καταδώσει δύο νεαρούς αντιστασιακούς, προκειμένου να τους πιάσουν οι Γερμανοί. Αντιγράφουμε από το τεύχος του Δεκεμβρίου 2003:

Η σκηνή είναι αυθεντική. Διαδραματίζεται επί Κατοχής σ’ ένα περίφημο μπαρ της εποχής, το «Παν». Το κτίριο υπάρχει και σήμερα, στην οδό Ακαδημίας 4, μια μεσοπολεμική καλοφιαγμένη πολυκατοικία, δίπλα από την είσοδο της γαλλικής πρεσβείας. Στα κατοχικά χρόνια στο μπαρ σύχναζαν, ως επί το πλείστον, Γερμανοί αξιωματικοί και σκοτεινοί μαυραγορίτες. Ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση και το χρήμα για να πιουν ένα πανάκριβο προπολεμικό κονιάκ ή να γευθούν δυσεύρετα σνακς.
Για τη Μελίνα ήταν το δεύτερο σπίτι της κυριολεκτικά, για έναν επιπρόσθετο λόγο: στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας ήταν η πολυτελής κατοικία του συζύγου της, του Πάνου Χαροκόπου. Κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά, λοιπόν, για τα ποτά τους.
Στα σκαμνιά μπροστά από τη μπάρα κάθονται δύο άνδρες και όρθια ανάμεσά τους μια νεαρή ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα. Και οι τρεις αποτελούν ένα ιψενικό τρίγωνο, όπως άλλωστε γνωρίζει όλο το Κολωνάκι αρκούντως σκανδαλισμένο. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι και «κολλητοί», χωρίς να έχουν τίποτε το κοινό – πλην της ίδιας γυναίκας. Για κάποιους πιο ευφάνταστους, το ιψενικό τρίγωνο δεν έχει γωνία αιχμής τη γυναίκα, αλλά τον κοινό εραστή.
Η γυναίκα είναι βέβαια η εικοσάχρονη τότε Μελίνα Μερκούρη και οι δύο άνδρες είναι ο σύζυγός της Πάνος Χαροκόπος και ο μεγαλομαυραγορίτης Αλέξης (Φειδίας) Γιαδικιάρογλου.
 Ο Χαροκόπος, γόνος παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας με σπουδές στην προπολεμική Αγγλία, είναι ο κλασικός τύπος του βαριεστημένου πάμπλουτου που δεν εργάζεται ποτέ, αλλά όλα τα έχει αφειδώς διαθέσιμα, λίρες, γυναίκες και άντρες. 
Ο Γιαδικιάρογλου, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μελίνα, είναι ένας ασύδοτος τύπος του υποκόσμου, ο οποίος αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές βιομηχανίες, τιμαλφή και ακίνητα αντί πινακίου φακής, εκβιάζει τους πάντες, κλέβει ακόμη και τους Γερμανούς, είναι ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών και δεν υπάρχει κατοχική βρομιά και κομπίνα στην οποία να μην είναι ανακατεμένος. Κυκλοφορεί πάντοτε με σωματοφύλακες και πολυτελές αυτοκίνητο, συχνά μεθυσμένος και οπωσδήποτε με πιστόλι στην τσέπη.
Την εποχή αυτή, αυτοί είναι οι δύο άνδρες στη ζωή της Μελίνας, η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη ηθοποιός και να σπαρταράει το κοινό στα πόδια της.
 Οι τρεις τους, δηλαδή η Μελίνα, ο σύζυγος και ο εραστής πίνουν ήσυχα, με το ανάλογο ύφος σνομπ και παρακμής, όταν δύο νεαροί μπαίνουν στο μπαρ.
 Μόλις εκείνη τους βλέπει, εξοργίζεται και φωνάζει δυνατά, παρουσία Γερμανών και συνεργατών τους:
–Είναι κομμουνιστές! Πιάστε τους!
Οι δύο νεαροί αιφνιδιάζονται και πριν προλάβουν Γερμανοί και εντόπιοι πιστολάδες να τους πιάσουν, βγαίνουν τρέχοντας από το μπαρ και εξαφανίζονται. Και οι δύο ήταν αθλητές άλλωστε και τελικά δεν τους πρόφτασαν. Γλύτωσαν έτσι από την κατάδοση της Μελίνας, που την ώρα εκείνη δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο από θάνατο...

Ο ένας τουλάχιστον από τους δύο τότε νεαρούς αντιστασιακούς, που είχαν την απρονοησία να πέσουν στη Μελίνα, καθώς μπήκαν στο μπαρ για να γλυτώσουν κυνηγημένοι από άλλους Γερμανούς που τους είχαν θεωρήσει ύποπτους, σήμερα βρίσκεται στη ζωή. Όμως την ακρίβεια των όσων προαναφέρθηκαν μπορούν να βεβαιώσουν μία δημοσιογράφος και μία ηθοποιός, η Φρίντα Μπιούμπι και η Άννα Συνοδινού. Η πρώτη έχει ασχοληθεί στο σύνολό της με τη Μελίνα, καθώς μάλιστα με πολύ μόχθο έχει συνθέσει τη βιογραφία της. Και έχει πολλές αποκαλυπτικές πληροφορίες για την «αντιστασιακή» της δράση επί Κατοχής.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η Μελίνα, όπως δεν ήταν αντιστασιακή επί Κατοχής, δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια, διότι απλούστατα ήταν της θεωρίας ότι για να επιτύχει πρέπει να χρησιμοποιεί τη γυναικεία φύση της. Είχε καλλιεργήσει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια σχέσεις και φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου, σιτίζοντάς τους με χρήματα του Χαροκόπου ή του μεγαλομαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάμψει οποιονδήποτε θα παρουσιαζόταν ως εμπόδιο στη σταδιοδρομία της, είτε με την έμφυτη γοητεία της, είτε με τα χρήματα του συζύγου της. Δεν μπορούσε όμως να το πετύχει, ώστε να καθιερωθεί ως μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Άλλωστε, και αν ακόμη το επετύγχανε, οι φιλοδοξίες της δεν αρκούνταν μόνο στον στενό ελλαδικό χώρο. Ανασυντάχθηκε μετά τον πόλεμο και κατέληξε στη σκέψη ότι η καλλιτεχνική της καθιέρωση θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα μόνον αν ερχόταν από το εξωτερικό. Νοιαζόταν για το θέατρο ακόμη, ενώ αργότερα οι στόχοι της θα επεκταθούν και στον κινηματογράφο.
Έχοντας το στοιχειώδες πλεονέκτημα της οικονομικής άνεσης, κατευθύνθηκε στο Παρίσι. Όπως αναφέρει το προαναφερθέν τεύχος του «Λαβύρινθου» (Δεκ. 2003), «εκεί σχετίστηκε με γνωστά ονόματα της τέχνης, πολλά των οποίων είχαν περιέργως έναν κοινό παρονομαστή: είχαν κατηγορηθεί ως δοσίλογοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σερζ Λιφάρ μέχρι τον Σασά Γκιτρύ και την Κολέτ, αδιάφορο αν υπήρχε ερωτική σχέση της με κάποιους ή κάποιες από όλα εκείνα τα γνωστά πρόσωπα, επέτυχε τελικά η Μελίνα να σαγηνεύσει γνωστότατο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα παρωχημένης ηλικίας, ο οποίος με μύριες δυσκολίες και αντιδράσεις την επέβαλε».
Πρόκειται για τον γλοιώδη και δύσμορφο Μαρσέλ Ασσάρ, ο οποίος όμως ήταν τότε ένας πολύ πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική Γαλλία. Η παρέμβασή του ήταν καθοριστική για την πορεία της Μελίνας, η οποία τον χρησιμοποίησε επιτυχώς για την καθιέρωσή της στην Ελλάδα.
Αλλά, καθώς οι φιλοδοξίες ενός άπληστου ανθρώπου δεν ολοκληρώνονται ποτέ, η Μελίνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έβαλε έναν άλλο στόχο: τη διεθνή καθιέρωσή της στον κινηματογράφο! Αν το έλεγε τότε φωναχτά, θα εισέπραττε τις ειρωνείες όσων την ήξεραν. Η ίδια όμως είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση στον εαυτό της και το σχεδίασε καλά.
 Γνώριζε ότι η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία έχει αφ’ ενός επίκεντρο την Αμερική, αφ’ ετέρου δε ελέγχεται σχεδόν καθολικά από Εβραίους.
 Αναζητούσε λοιπόν ένα κατάλληλο πρόσωπο για να σαγηνεύσει, μέχρι που το βρήκε: Ζυλ Ντασέν. Δεν ήταν και μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά ήταν Εβραιοαμερικανός.
Αυτό ήταν αρκετό για να του δηλώσει ότι τον ερωτεύτηκε και να τον ...ζητήσει σε γάμο.
 Θα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένη, αν ο Ντασέν ήταν πιο αρρενωπός τύπος και πιο σωματώδης. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απογοητευτικό, διότι ο Ντασέν δεν ήταν ζηλιάρης.
Στο πλευρό του μικρόσωμου Εβραιοαμερικανού σκηνοθέτη περνούσε μια ακόμη κλίμακα στην ανοδική πορεία της, έστω και χωρίς θριαμβευτικές επιτυχίες. Ο Ντασέν ήταν χρήσιμος, όχι μόνον επειδή ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης και μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο για την επιλογή της στις ταινίες του, ούτε απλώς επειδή ως Εβραίος μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους παράγοντες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
 Ήταν κυρίως χρήσιμος διότι, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά, μπορούσε να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει πώς θα γίνει πιο διάσημη.
Δεν χρειαζόταν πλέον επικοινωνιολόγους, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν είχαν φτάσει σε τέτοια σημεία μεθοδικότητας όπως σήμερα.
 Ο Ντασέν αρκούσε για να κατευθύνει τις δημόσιες σχέσεις της. Στόχευαν λοιπόν δημόσια πρόσωπα πρώτης προβολής για να ανταλλάξουν ένα χαιρετισμό έστω, προκειμένου η Μελίνα να φωτογραφηθεί και να περάσει στις στήλες του διεθνούς Τύπου.
 Είχαν πολλαπλασιάσει τις κοσμικές εμφανίσεις τους, όπως και τις σχέσεις τους με ανθρώπους των εφημερίδων και των περιοδικών.
Ο Ζυλ Ντασέν, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τότε, ήταν αριστερών τάσεων.
 Η Μελίνα δεν υπήρξε λόγος να ακολουθήσει τα φρονήματα του συζύγου της, αλλά εξακολουθούσε πολιτικά να είναι αδιάφορη, αφιερωμένη στη δική της προσπάθεια, την παγκόσμια καθιέρωση.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε με την 21η Απριλίου. Ο Ντασέν άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε τη σύζυγό του να εκδηλωθεί ως αριστερή από το εξωτερικό όπου βρίσκονταν. Έτσι θα κέρδιζε την πλήρη δημοσιότητα παγκοσμίως. Και πράγματι αυτό έγινε.
Μέσα σε λίγα 24ωρα η Μελίνα πείσθηκε να εκδηλωθεί «εναντίον της χούντας».
 Ήταν ικανοποιημένη γιατί για πρώτη φορά αποκτούσε πολιτική ταυτότητα, πρωτίστως όμως διότι έτσι το όνομά της θα περνούσε στα διεθνή δελτία ειδήσεων.
 Βέβαια τότε δεν φανταζόταν ότι η δικτατορία θα κρατούσε επτά χρόνια, αφού όλες οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.
Οπωσδήποτε όμως η αντίστασή της γινόταν εκ του ασφαλούς. Διέθετε σπίτια στη Γαλλία και στην Αμερική, ακόμη και στην Ελβετία, καταθέσεις και εισοδήματα.
 Και εκείνο που είχε σημασία είναι ότι ενώ μέχρι τότε αγωνιζόταν ο Ντασέν να πείσει έναν δημοσιογράφο να της πάρει μια συνέντευξη για τα επόμενα καλλιτεχνικά σχέδιά της, τώρα μια απλή γραπτή δήλωσή της περί χούντας ήταν αρκετή για να περάσει στα καθημερινά δελτία των διεθνών πρακτορείων.
 Και αν το ίδιο καθεστώς δεν είχε διαπράξει το λάθος να της αφαιρέσει την ιθαγένεια, ίσως η δημοσιότητα αυτή να μην είχε επιτευχθεί τόσο εύκολα.
Πολλοί Έλληνες, πραγματικοί αντιστασιακοί, που θυσίασαν οικογένειες, εργασίες και φυσικά την ατομική ελευθερία τους για να εκφράσουν ό,τι τότε πίστευαν, έμειναν ανώνυμοι. Μπορεί και να πείνασαν ακόμη με την αγνή προαίρεση να πάρουν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι γνωστό ότι η «εύκολη» αντίσταση γινόταν στο εξωτερικό, όπου κίνδυνοι για την ατομική ελευθερία δεν υπήρχαν, όλο και κάποια δουλειά βρισκόταν ή στη χειρότερη περίπτωση το προϊόν των εράνων, που συγκέντρωναν τον οβολό των αφελών. Υπάρχουν πολλά γκρίζα σημεία για τους συχνούς εράνους που γίνονταν στο εξωτερικό και των οποίων ποτέ δεν αποδόθηκε λογαριασμός μετά τη Μεταπολίτευση.
 Συγκεκριμένες αναφορές έχουν γίνει για το ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά ή άλλα στελέχη του στην Αγγλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ασφαλώς η Μελίνα δεν είχε κανένα λόγο να επωφεληθεί από το προϊόν τέτοιων εράνων και δεν θα το έπραξε.
 Εκείνη έκανε άλλο.
 Επωφελούμενη από τη δημοσιότητά της, ανέπτυξε την καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1971, όταν η δικτατορία έκανε το άνοιγμα προς τις αραβικές χώρες, η Μελίνα και ο Ζυλ Ντασσέν έκαναν το δικό τους προς το Ισραήλ. Ανακοίνωσαν μια παραγωγή νέας ταινίας, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο γιος του μονόφθαλμου στρατηγού του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν.
 historia-hellas.blogspot.gr 






ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ SAVITRI DEVI


ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ SAVITRI DEVI
Ο ΠΡΏΤΟΣ ΕΡΓΟΔΌΤΗΣ
ΤΗΣ ΜΑΞΙΜΙΑΝΉΣ ΠΟΡΤΆΣΗ
(ΤΗΣ "ΙΈΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΧΊΤΛΕΡ")
ΛΕΓΌΤΑΝ ΌΘΩΝ ΠΙΚΡΑΜΜΈΝΟΣ...

Αφιερωμένο στον Παναγιώτη Χιωτέλλη


Μέσα στις περίεργες συμπτώσεις της μικρής ιστορίας θα πρέπει να εντάξουμε και την περίπτωση της  Μαξιμιανής Πορτάση, γνωστότερης ως Savitri Devi ή και με τον προσδιορισμό "Ιέρεια του Χίτλερ", κατά την πρώτη εγκατάστασή της στην Ελλάδα. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όταν η γεννημένη το 1905 στη Γαλλία Πορτάση ήρθε για διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν η εποχή που ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού οργάνωναν τις πρώτες Δελφικές Γιορτές. Σ' αυτές έλαβε και εκείνη μέρος, συνδέθηκε με πρόσωπα που ανήκαν στον στενό κύκλο του Σικελιανού και προσελήφθη στη σύνταξη της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του "Πυρσού". Πρώτος εργοδότης της ήταν λοιπόν ο Όθων Πικραμμένος, κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, γιος του Πατρινού δικηγόρου και σταφιδέμπορου Τάκη Πικραμμένου.
Για την Μαξιμιανή, που είχε πεισματικά αποφασίσει να έρθει στην Ελλάδα για το διδακτορικό της μεν, το οποίο όμως είχε ως θέμα την ιδεολογική διάσταση του νεώτερου Ελληνισμού, η γνωριμία αυτή δεν είχε απλώς επαγγελματική βάση.
 Επικρατούσα μορφή στη διδακτορική της έρευνα ήταν ο Ίων Δραγούμης, αλλά ήταν αυτονόητο πως δεν ήταν αμέτοχος ο άλλος πυλώνας, ο Περικλής Γιαννόπουλος. Και εδώ θα επισημάνουμε μια άλλη περίεργη σύμπτωση: Στενός συγγενής του Όθωνα Πικραμμένου ήταν εξ αίματος ο Περικλής Γιαννόπουλος!
Η Μαξιμιανή Πορτάση υπήρξε εσωτερική συντάκτρια για την εγκυκλοπαίδεια του "Πυρσού" και πολλά από τα δημοσιευμένα άρθρα φέρουν την υπογραφή της, ενώ έγραψε και άλλα ανώνυμα. Το εισόδημά της από την εργασία αυτή ήταν επαρκές για να συντηρηθεί στην Αθήνα και να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια σε αρχαιολογικές τοποθεσίες πλην των Δελφών. Ανάμεσα στις διάφορες προσωπικότητες που γνώρισε τότε στην Αθήνα ήταν και η πρώτη Ελληνίδα ξεναγός Μαρίκα Βελουδίου, με την οποία παρέμεινε φίλη μέχρι το τέλος της ζωής της.

 

Κορνήλιος Καστοριάδης
 Όταν μετά από πολλά χρόνια, το 1968, επανήλθε στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Υπήρχε μια δικτατορία εδώ. Στη Γαλλία είχε κορυφωθεί μια επανάσταση εκ των κάτω, ιδεολογικά επενδυμένη με τη συμβολή ενός Έλληνα φιλόσοφου, του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος δεν θα διστάσει, έστω και στο τέλος της ζωής του, να μιλήσει με ευγνώμονα λόγια για τη δασκάλα του, την επίσης ελληνικής καταγωγής Σάβιτρι Ντέβι ή Μαξιμιανή Πορτάση. Εξ όσων γνωρίζουμε, κατά τη δεύτερη εγκατάστασή της στην Ελλάδα, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη, η "Κόρη του Ήλιου" έζησε φτωχικά κερδίζοντας τα προς το ζην με την παράδοση μαθημάτων ξένων γλωσσών. Συναντήθηκε πολλές φορές με τη Μαρίκα Βελουδίου και με άλλα πρόσωπα που γνώριζε από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν υπάρχει καμιά αυθεντική μαρτυρία ότι είδε και μίλησε με τον Όθωνα Πικραμμένο. Εκείνος τότε ήταν 67 ετών, όσο δηλαδή ήταν και ο γιος του όταν έγινε υπηρεσιακός πρωθυπουργός τον Μάη του 2012...
 historia-hellas.blogspot.g





Γεώργιος Σημίτης, Μερκούρης και Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα

Γεώργιος Σημίτης, Μερκούρης και Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα



Ο πατέρας Σημίτης σύμβουλος επί Κατοχής
του Γεωργίου Μερκούρη, του αρχηγού του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!



Ο Γεώργιος Σημίτης με τον Άρη Βελουχιώτη στους δρόμους της Λαμίας.
Το αρχικό καταστατικό του κόμματος που ίδρυσε ο Γεώργιος Μερκούρης.

Ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος ανέλαβε επί Κατοχής διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Ήταν ο κατοχικός προστάτης του Γ. Σημίτη, στενού φίλου του.


Ο Ιωάννης Μεταξάς, συνοδευόμενος από τον Θεολόγο Νικολούδη. Ο πατέρας Σημίτης έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου.


Ο Κώστας Σημίτης στα πρώτα χρόνια της πολιτικής σταδιοδρομίας του.



Του Δημοσθένη Κούκουνα

Αν κάποιος ευφάνταστος μπορούσε να αναρωτηθεί τι το κοινό είχαν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Γεώργιος Μερκούρης και ο Άρης Βελουχιώτης, δύσκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο: τον Γεώργιο Σημίτη. Πρόκειται για τον πατέρα του πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, μεγαλοδικηγόρου τρίτης γενεάς.
Και για τα τρία προαναφερθέντα ιστορικά πρόσωπα, εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους, ο πατέρας Σημίτης έτρεφε θαυμασμό και σεβασμό. Ήταν τα πρότυπά του προφανώς και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ανατράφηκε ο μετέπειτα επί οκταετία πρωθυπουργός.
Ο Γεώργιος Σημίτης ήταν μεγαλοδικηγόρος του Πειραιά.
 Ο Σπυρίδων Σημίτης (παπούς του σημερινού πολιτικού) είχε γεννηθεί το 1872 στην Αθήνα και πέθανε το 1914. 
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, το 1896 (σε ηλικία 24 ετών) εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου και αργότερα, όταν ο Ελευθ. Βενιζέλος είχε έρθει στην Αθήνα και είχε γίνει πρωθυπουργός, ο Σπυρ. Σημίτης τοποθετήθηκε πρόεδρος της επιτροπής για τη σύνταξη του εμπορικού κώδικα. Είχε συντάξει επίσης το καταστατικό του πρώτου εμπορικού επιμελητηρίου που ιδρύθηκε στην Ελλάδα (Πειραιώς), του οποίου μάλιστα υπήρξε νομικός σύμβουλος μέχρι τον θάνατό του.
Και οι δύο γιοι του, ο Γεώργιος και ο Αντώνιος, έγιναν επίσης δικηγόροι και διαδέχθηκαν τον πατέρα τους επαγγελματικά.
 Ο Γεώργιος Σημίτης είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1899, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε διδάκτορας το 1928, ενώ το 1936, σε ηλικία 37 ετών, εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου, όπως και ο πατέρας του. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, εμφανίσθηκε σφόδρα βασιλικός και θαυμαστής του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, επιτυγχάνοντας μάλιστα το 1940 να διορισθεί από τον τελευταίο με συνοπτικές διαδικασίες ως καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής. Έκτοτε διατηρούσε τον τίτλο του «καθηγητή», αν και μόνο για τρία χρόνια (1940-43) άσκησε τα καθήκοντά του, κυρίως κατά την Κατοχή. Προηγουμένως είχε διορισθεί σε διάφορες θέσεις, όπως το 1926 νομικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου Πειραιώς, θέση που διατηρούσε πολλά χρόνια νωρίτερα ο πατέρας του, και από το 1932 νομικός σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας. Από το 1932 επίσης μέχρι το 1941 ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Το 1944, όταν πλέον ήταν αδιαμφισβήτητα ορατή η νίκη των Συμμάχων και φαινόταν άμεση η αποχώρηση των Γερμανών, ο Γεώργιος Σημίτης προσχώρησε στην κυβέρνηση των βουνών (ΠΕΕΑ) και διορίστηκε κατά την Απελευθέρωση γενικός διοικητής Ρούμελης, μια θέση που βέβαια ήταν εξωθεσμική σε σχέση με τη νόμιμη υπό τον Γεώργ. Παπανδρέου Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΕΑΜ.
Προηγουμένως, ο Γεώργιος Σημίτης ήταν στενός συνεργάτης του Γεωργίου Μερκούρη, του αγαπημένου θείου της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη. Αλλά ο Γεώργιος Μερκούρης δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο στην κατοχική Αθήνα. Ήταν ο αρχηγός του μόνου πολιτικού κόμματος, του οποίου επιτρεπόταν η λειτουργία επί Κατοχής: του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Είχε επιδιώξει πολλές φορές να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός, πότε με τις πλάτες των Γερμανών (1941, 1942) και πότε με των Ιταλών (1943), αλλά ανεπιτυχώς. Κάθε τόσο συνέτασσε κατάλογο υπουργών για να γίνει η κυβέρνησή του, αλλά τελικά οι Γερμανοί που είχαν τον αποφασιστικό λόγο σ’ αυτό το θέμα ποτέ δεν ενέδωσαν. Ανάμεσα στους επίδοξους υπουργούς ήταν διάφοροι κατά καιρούς, ανάμεσα στους οποίους ο καθηγητής Δημήτριος Δελιβάνης, ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Τυρίμος κ.ά., πιθανόν δε και ο Γ. Σημίτης.
Χαρακτηριστική πάντως είναι μια δήλωση που είχε κάνει ο Γεώργ. Μερκούρης, όταν οι Γλέζος και Σάντας είχαν κλέψει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Είχε δημοσιευθεί τότε στις αθηναϊκές εφημερίδες (1 Ιουν. 1941):
«Το υπό την ηγεσίαν του κ. Γ. Μερκούρη Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα της Ελλάδος εξέδωκεν ανακοίνωσιν, εν τη οποία, αφού καυτηριάζει την κλοπήν της γερμανικής σημαίας, λέγει τα εξής:
“Η αυθαίρετος και ακατονόμαστος πράξις της κλοπής της σημαίας του Ράιχ εκ της Ακροπόλεως είναι αδύνατον να είναι έργον Έλληνος ανεξαρτήτου την ψυχήν και το φρόνημα ελευθερωτικού πνεύματος. Αντιθέτως, πιστεύομεν ακραδάντως, ότι είναι ασχημία κατωτέρου ανθρώπου, ξένα συμφέροντα υπηρετούντος και παν συμφέρον έχοντος να ενσπείρη μεταξύ του γερμανικού Ράιχ και του ατυχούς ελληνικού λαού την παράτασιν των αγαγόντων μέχρι του σημερινού εθνικού δράματος ανοσίων εγκλημάτων. Ανεξαρτήτως αισθημάτων, φρονημάτων, πολιτικών αντιλήψεων, η Γερμανία και η Ελλάς ευρέθημεν αντιμέτωποι. 
Οι λαοί μας επετέλεσαν γενναίως το προς τας πατρίδας των και την τιμήν των καθήκον των. Εκ της συγκρούσεως ως ήτο επόμενον εξήλθον νικηταί και ηττημένοι. Εκατέρωθεν ανεγνωρίσθη και εθαυμάσθη το πνεύμα της αυτοθυσίας και του ηρωισμού. Επήλθεν ανακωχή.
 Τα ένδοξα ελληνικά όπλα έτυχον των αρμοζουσών εις αυτά τιμών.
 Οι αιχμάλωτοί μας αφέθησαν ελεύθεροι.
 Οι αξιωματικοί μας διετήρησαν τα ξίφη των. 
Η ελληνική κυριαρχία εφ’ όλων των κατεχομένων εδαφών ανεγνωρίσθη διά του σχηματισμού ελληνικής κυβερνήσεως. Υπεγράφη μεταξύ νικητών και ηττημένων μία ηθική σύμβασις κυρωθείσα διά πασών των ανωτέρω πράξεων, δεσμεύουσα εκατέρους και επ’ αμοιβαιότητι εις αλληλοσεβασμόν και αλληλοβοήθειαν να εξέλθωμεν εκ του κυκεώνος των τραγικών παρεξηγήσεων και να βαδίσωμεν προς μίαν αμοιβαίαν κατανόησιν. Τούτων ούτως εχόντων διά πάντα εκ καταγωγής Έλληνα και παραμείναντα τοιούτον και αιρόμενον άνωθεν των οδυνηρών περιστάσεων, η ξενόδουλος πράξις η μολύνασα τον φιλόξενον και ιερόν χώρον της Ακροπόλεως, μόνον ως κατά της ελληνικής πατρίδος στρεφομένη χαρακτηρίζεται και ως τοιαύτη μαζί με όλας τας άλλας τας προκαλεσάσας την εθνικήν συμφοράν παραδίδεται εις την γενικήν περιφρόνησιν και αποδοκιμασίαν”».
Αυτού του πολιτικού (άλλοτε υπουργού, γιου του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη) ήταν συνεργάτης ο πατέρας Σημίτης. Αλλά, όπως τον Ιανουάριο 1941, είχε χάσει τον προστάτη του, τον Ιωάννη Μεταξά, που είχε πεθάνει, έτσι και τον Δεκέμβριο 1943 έχασε τον προστάτη του Γεώργιο Μερκούρη, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του στην Ανωτάτη Εμπορική ως παρανόμως διορισθείς και να μεταστραφεί στο ΕΑΜ που ήταν γεμάτο προσδοκίες ότι θα κυβερνούσε την Ελλάδα όταν οι Γερμανοί θα έφευγαν. Με το που δημιουργήθηκε η «κυβέρνηση των βουνών» κατέφυγε στα ελεύθερα βουνά λοιπόν, πήρε μέρος στο Εθνικό Συμβούλιο Κορυσχάδων και συνδέθηκε φιλικά, μεταξύ άλλων, με τον Άρη Βελουχιώτη, τον διάττοντα αστέρα της εαμικής αντίστασης. Έγινε πολιτικός διοικητής Ρούμελης, στο πλευρό του, αξίωμα που δεν κράτησε παρά ελάχιστο διάστημα, διότι εν τω μεταξύ είχε απελευθερωθεί η χώρα και η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου πήρε στα χέρια της όλη την εξουσία, ενώ η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε.
Ο Γ. Σημίτης είχε όμως το ατύχημα να χάσει και τον άλλο προστάτη του, τον Άρη Βελουχιώτη, που σκοτώθηκε κατά τις γνωστές συνθήκες τον Ιούνιο του 1945. Απορφανισμένος για μια ακόμη φορά πλέον, αφοσιώθηκε στο προσοδοφόρο επάγγελμά του ως μεγαλοδικηγόρος και ασχολήθηκε με την οικογένεια και τα παιδιά του. Για τα αγοράκια του μπορεί να αγόραζε άλλοτε στολές φαλαγγιτών, άλλοτε κονκάρδες με σβάστικες και άλλοτε σκούφους με σφυροδρέπανα, μερίμνησε όμως για να αποκτήσουν γερμανική παιδεία, τηρώντας άλλωστε την οικογενειακή παράδοση. Σήμερα το ένα αγοράκι είναι συνταξιούχος πρωθυπουργός και το άλλο ασχολείται με τη βιοηθική...
  historia-hellas.blogspot.gr 




ΤΑ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΟ 1940



ΤΑ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΟ 1940

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940:
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Του Δημοσθένη Κούκουνα


Αναρωτιέται κανείς αν ύστερα από τόσα χρόνια, που έχουν μεσολαβήσει από την 28η Οκτωβρίου 1940, είμαστε σε θέση να μάθουμε - και αν είμαστε σε θέση να ακούσουμε έστω - την όλη, την πραγματική αλήθεια για το τι συνέβη τότε. Για τη μεγάλη συνωμοσία που είχε ως στόχο να πλήξει την άτυχη Ελλάδα. Για τα όσα επιβουλεύθηκαν παραδοσιακοί εχθροί ή «φίλοι» της σε βάρος της. Για τα όσα επέτυχαν τελικά να διαπράξουν ή όσα μόνον αποπειράθηκαν.
Είναι πολύ πιθανόν ότι, ακόμη και σήμερα, η διατύπωση της αλήθειας είναι ενοχλητική. Μας έχουν επιβάλει αναληθείς εκδοχές για τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας και μας έχουν εξαναγκάσει να τα βλέπουμε αποσπασματικά. Αν όμως θελήσουμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτά, να τα συνδέσουμε, να δούμε και τις παραμέτρους που μας έχουν αποκρύψει, θα διαπιστώσουμε - το λιγότερο - ότι άλλα μαθαίνουμε στα σχολεία και άλλη είναι η πραγματικότητα.
Ο Ελληνισμός έχει δύο πλεονεκτήματα, τα οποία τελικά καθίστανται επιβλαβή για την ύπαρξή του: Το ένα είναι η παράδοσή του, η κληρονομιά του, που φτάνει κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν - και το άλλο είναι η γεωγραφική θέση της περιοχής όπου κατοικεί και εδρεύει όλες αυτές τις χιλιάδες χρόνια. Και τα δύο, δυστυχώς, είναι κάρφος στους οφθαλμούς πολλών άλλων λαών. Οι τελευταίοι, έχοντας ένα τέτοιο βαρύ σύμπλεγμα απέναντί μας, αναζητούν κάθε λίγο και λιγάκι αφορμές για να μειώνουν τα αυθύπαρκτα για μας δύο βασικά αυτά στοιχεία. Εφευρίσκουν χιλιάδες τρόπους. Συνήθως δεν το καταφέρνουν να μας ποδηγετήσουν. Δεν μπορούν να μας εξαλείψουν. Ο Ελληνισμός είναι αείζωος και είναι ο μόνος πολιτισμός που έχει ξεπεράσει τα στενά δόγματα, διότι εκφράζεται προνομιακά από τους κατοίκους αυτού εδώ ακριβώς του γεωγραφικού χώρου.
Ο Ελληνισμός είναι λοιπόν το πρόβλημα για όσους δεν ανήκουν σ’ αυτόν. Και μηχανεύονται απίθανα σενάρια για την καθυπόταξή του.
28η Οκτωβρίου 1940. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο κεφάλαιο ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και άλλο η ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο. Ο πρώτος γινόταν ανάμεσα σε δύο πλευρές και ήταν ολοκληρωτικός, ποιος θα νικήσει και ποιος θα ηττηθεί. Ο πόλεμος στον οποίον πήρε αναγκαστικά μέρος η Ελλάδα ήταν τοπικός και είχε επίκεντρο τη χώρα μας. Είναι γεγονός ότι γύρω της υπήρχαν πολλά και ποικίλα συμφέροντα και τελικά είναι ευτύχημα ότι εδαφικά βγήκε αλώβητη απ’ όλη αυτή την τιτανομαχία, όχι όμως και ψυχικά. Τεράστιες οι απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές, ανυπολόγιστες οι οικονομικές καταστροφές, αλλά πρωτίστως ο νέος εθνικός διχασμός που προέκυψε. Η Ελλάδα, με την εμπλοκή της στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πήγε πολλές δεκαετίες πίσω, έχασε την εθνική της συνοχή και εξακολουθεί να βλέπει και σήμερα πληγές που προέρχονται από τα χρόνια εκείνα.
Στο επίκεντρο της μεγάλης συνωμοσίας η Ελλάδα βρέθηκε από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν κάθε υγιής δύναμή της υποχρεώθηκε να στρατευθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά και έτσι να αντιπαραταχθεί στα πλαίσια ενός ξενοκίνητου διχασμού. Δεν αποδίδουμε τώρα ευθύνες, αλλά θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η χώρα μας έγινε από τότε ένα αφανές προτεκτοράτο της μακρινής Αγγλίας, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση είχε. Άλλωστε, σε όλη τη μεσοπολεμική περίοδο, τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα ανταγωνίζονταν για να έχουν την εύνοια του αόρατου κέντρου εξουσίας που την είχε θέσει υπό έλεγχο. Το χρίσμα δεν το έδινε ο λαός, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, αλλά ισχυρές ομάδες πολιτικές, οικονομικές ή στρατιωτικές, οι οποίες ήταν ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένες.
Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν στην Αθήνα, αλλά στο Λονδίνο. Όποιος είχε προνοήσει να τα έχει καλά με τις βρετανικές υπηρεσίες-αρχές, ήταν ευνοούμενος και συμμετείχε στο παιχνίδι της εξουσίας. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν είχαν άλλη αποστολή από το πώς θα διυλίζουν τα στελέχη για να περάσουν στις επάνω βαθμίδες της εξουσίας, αλλά και πώς θα παρείχαν στον ανύποπτο λαό την ψευδαίσθηση ότι παίρνει μέρος στη λήψη αποφάσεων και έτσι να παραμένει μακάριος.
Η συμμετοχή στις μασονικές στοές και στα άλλα παρόμοια εφευρήματα διευκόλυνε την επαφή, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να αποκτά την ιδιότητα του «αρεστού» και να έχει υποψηφιότητα για δημόσιες θέσεις και αξιώματα, δηλ. για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο παιχνίδι της εξουσίας. Πάντα ανεξάρτητα από κόμματα και δημόσιες τοποθετήσεις.
Το παιχνίδι και το σύστημα. Όλα κυλούσαν ομαλά στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από τις επιτόπιες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, ανεξάρτητα από τις ισορροπίες που ετηρούντο ικανοποιητικά, μέχρι το 1933. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του χρόνου εκείνου, διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα. Στο παιχνίδι εισέρχεται δυναμικά ένας νέος παράγοντας, εξωφρενικά απρόβλεπτος και εξωπραγματικά απειλητικός. Δεν διστάζει να αποκαλύψει τις προθέσεις του και να διατυπώσει τους στόχους του. Έτσι το σκηνικό ανατρέπεται και μέσα σε πολύ λίγους μήνες ο Χίτλερ παίρνει την ξεκάθαρη απάντησή του: ο διεθνής Εβραϊσμός κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον του! Διότι αυτή είναι η αλήθεια: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν άρχισε τον Σεπτέμβριο 1939 παρά μόνο ως στρατιωτική σύρραξη. Στην πραγματικότητα ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 1933, σύμφωνα με δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας «Ντέιλυ Εξπρές» υπό τον τίτλο «Η Ιουδαία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία».
Και αφού άρχισε να διαφαίνεται ο προσεχής παγκόσμιος πόλεμος, έπρεπε να εξασφαλισθεί η υποταγή της εξουσίας στην Ελλάδα. Οι αρμόδιες βρετανικές υπηρεσίες πήραν τις αποφάσεις τους και επέλεξαν τα πρόσωπα, που θεώρησαν ότι μπορούν να τις υπηρετήσουν πιστά στην Ελλάδα. Με τη χαρακτηριστική αγνωμοσύνη τους δεν θεώρησαν εαυτές υποχρεωμένες να επιλέξουν από τους τόσους και τόσους που είχαν εκτεθεί στο παρελθόν προασπίζοντας εξόφθαλμα τα αγγλικά συμφέροντα. Τα νέα πρόσωπα τα αλίευσαν από το άλλο στρατόπεδο του εθνικού μας διχασμού, από τη δεξιά.
Ήδη από το 1934 το κέντρο εξουσίας Λονδίνου για την Ελλάδα επέλεξε τα πρόσωπα αυτά. Ο Ιωάννης Διάκος, ο αφανής υπηρέτης του τελευταίου στην Αθήνα, δραστηριοποιήθηκε και άρχισαν άπειρες διαβουλεύσεις για την εγκαθίδρυση μιας ακόμα βαλκανικής δικτατορίας. Αν μελετήσει κανείς με προσοχή τα δημοσιευθέντα ημερολόγια του Μεταξά από το 1934 μέχρι την αναγόρευσή του σε πρωθυπουργό το 1936, θα διαπιστώσει την ακρίβεια του γεγονότος. Επίκεντρο της υπό εκκόλαψη δικτατορίας ήταν ο Ι. Μεταξάς ήδη δύο χρόνια πριν να την πραγματοποιήσει.
Υποψήφιοι δικτάτορες υπήρξαν τότε πολλοί. Όχι μόνο στα δύο ισχυρότερα κόμματα της εποχής (το Λαϊκό και το Φιλελευθέρων), αλλά και στα άλλα μικρότερα. Η πρόθεση να κηρύξουν δικτατορία διάφοροι μεγαλόσχημοι πολιτικοί της εποχής εκείνης έχει διακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά αυτό δεν είναι μόνον απόρροια της έλλειψης σεβασμού προς το πολίτευμα και τις προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες ή της φιλαρχίας και του εγωισμού των συγκεκριμένων προσώπων, αλλά εντάσσεται στην επιθυμία τους να φανούν «αρεστοί» στο κέντρο εξουσίας του Λονδίνου.
Σε παράλληλο επίπεδο υπάρχουν και πρόσωπα που ανοίγουν γέφυρες προς άλλο (σαφώς υποδεέστερο) κέντρο εξουσίας, εκείνο της Ρώμης. Ο στρατηγός Νικ. Πλαστήρας είναι εν προκειμένω ο κύριος διεκδικητής του ιταλικού χρίσματος, αλλά η φασιστική Ιταλία δεν έχει την ανάλογη ισχύ - σε σχέση με την Αγγλία - για να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ανταγωνιστής του για το ίδιο χρίσμα είναι ο στρατηγός Γεώργ. Κονδύλης, ο οποίος μάλιστα πραγματοποιεί ταξίδι στην Ιταλία για να το επιτύχει. Το πόσο αδύναμη ήταν η Ιταλία να καλύψει τους ανθρώπους της στην Ελλάδα θα φανεί περίτρανα στη συνέχεια, οπότε ο μεν Κονδύλης με την εξουσία ανά χείρας υποχρεώνεται να την παραδώσει σε αγγλόφιλους παράγοντες, οι οποίοι και τον είχαν χρησιμοποιήσει ευτελώς για να πραγματοποιήσουν την παλινόρθωση του Γεωργίου Β’.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που λίγο αργότερα ακολουθεί, είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία αγγλοκίνητη. Η πολυφωνία δεν είναι πλέον χρήσιμη, ενώ με μια σειρά «συμπτωματικών» θανάτων μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο βγαίνουν από το προσκήνιο όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (Κονδύλης, Ελ. Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Δεμερτζής, Παπαναστασίου κ.ά.). Απερίσπαστο έτσι το αγγλόφιλο καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β’ αναλαμβάνει την αποστολή του, που συνίσταται στην παγίωση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο δεν θα μπορεί να διαβρωθεί ή να ελεγχθεί από άλλες δυνάμεις, ανταγωνιστικές προς τη Μεγ. Βρετανία. Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης δράσης, χρησιμοποιείται ένα ευφυές τέχνασμα: η δικτατορία παίρνει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα των άλλων φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, ώστε οποιαδήποτε άλλη αντικοινοβουλευτική ή φιλοφασιστική επιρροή στην Ελλάδα να διαχέεται μέσα στα πλαίσια της 4ης Αυγούστου. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα, που είχαν εμφανισθεί προ της 4ης Αυγούστου 1936 με παρόμοιες αντιλήψεις και δράσεις, πέρασαν στην υπηρεσία της δικτατορίας με ευκολία και χωρίς προβληματισμό.
Η Ιταλία του Μουσολίνι θεωρεί πάντοτε ως ζωτικό χώρο της την Ελλάδα. Το δόγμα «Μάρε νόστρουμ» δεν ικανοποιείται με την κατοχή των Δωδεκανήσων και την παράλληλη έλλειψη της Επτανήσου, ούτε η κατοχή της Αλβανίας είναι ασφαλής χωρίς την κατοχή της Ελλάδος. Ο ιταλικός στόχος είναι πάντοτε η επιρροή στην Ελλάδα, πλην όμως η Ιταλία δεν είναι σε θέση να εξοβελίσει πολιτικά τον βρετανικό έλεγχο στη χώρα μας. Από τη στιγμή όμως που η μουσολινική Ιταλία έχει εγκαταλείψει τη συμπόρευσή της με την άλλη αποικιοκρατική δύναμη της εποχής, τη Βρετανία, και έχει περάσει στο αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο, συνιδρύοντας τον Άξονα, χαράσσει νέα σχέδια που αφορούν την Ελλάδα. Μετά την ολοσχερή κατάληψη της Αλβανίας, είναι σαφές ότι το επόμενο βήμα είναι προς τα νότια, προς την Ελλάδα.
Όσο τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν στην Ευρώπη, η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος γίνεται ο στόχος των ορέξεων των παγκοσμίων και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. Η Βρετανία την έχει, η Ιταλία την θέλει, αλλά υπάρχουν και άλλες γειτονικές δυνάμεις που ορέγονται μέρη του ελληνικού συνόλου. Όλα αυτά διαμορφώνονται παρά τα κείμενα του Βαλκανικού Συμφώνου ή άλλων συμβάσεων. Η πολυπράγμων Σερβία, φίλη και σύμμαχος κλπ., η εξίσου φίλη Βουλγαρία και η παρομοίως εμφανιζόμενη Τουρκία. Αλλά στην πραγματικότητα και οι τρεις τελευταίες απεργάζονται με ποιον τρόπο θα επωφεληθούν για χάρη των στενών συμφερόντων τους σε βάρος της Ελλάδος.
Στον περιφερειακό χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπάρχει ένα υποψήφιο θύμα για να πληγεί και να διαμελισθεί: η Ελλάδα, η οποία μάλιστα αγνοεί το μέγεθος του κινδύνου και αρκείται στη βρετανική προστασία. Αλλά όταν ανατρέπονται οι ισορροπίες και μεταφέρεται εδώ το πεδίο της θερμής διαμάχης, η αξία του προστάτη της μειώνεται κατά τεκμήριον, ενώ θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα γίνεται ένα απλό αντικείμενο που προσφέρεται για ευρύτερες άνομες συναλλαγές. Η χώρα μας, άλλοτε ως σύνολο και άλλοτε τμήματά της, υπήρξε ερήμην της αντικείμενο συναλλαγής από τη Γερμανία προς τη Σερβία, από τη Γερμανία προς τη Βουλγαρία, από την Αγγλία προς την Τουρκία, από την Αγγλία προς τη Βουλγαρία κ.ο.κ. Η Ιταλία δεν εμφανίζεται να την προσφέρει προς άλλη τρίτη χώρα, διότι απλώς την ήθελε για ιδία της χρήση.
Ειδικότερα, αν παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα από τον Μάρτιο του 1938 θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε σε τι πελάγη βρέθηκε η Ελλάδα και πόσο απελπιστικά μόνη πάλεψε εναντίον όλων, ιδιαίτερα όμως εναντίον των «φίλων» που αναίσχυντα καραδοκούσαν. Η «φίλη» Αγγλία υπήρξε η πιο βάναυσα αναίσχυντη, που χρησιμοποίησε την Ελλάδα όπως ήθελε και όπως της άρεσε. Την χρησιμοποίησε ως άθυρμα, αδιαφορώντας για την ίδια την υπόστασή της.
Η Αγγλία έπαιξε ρόλο κακού δαίμονα για την Ελλάδα από τον Απρίλιο 1938 μέχρι και το 1947, οπότε εκχώρησε τον «προστατευτικό» ρόλο της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Απρίλιο 1938 η Μ. Βρετανία παρέσχε τις γνωστές εγγυήσεις υπέρ της Ελλάδος, ύστερα από την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία. Ήδη αυτό μόνο του εξοστράκιζε τον βασικό άξονα της μέχρι τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, που ήταν κηρυγμένη υπέρ της ουδετερότητας στο ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύρραξης στην Ευρώπη. Στη συνέχεια και ιδιαίτερα από την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Σεπτέμβριο 1939, η χώρα μας ήταν αναγκασμένη να ακροβατεί στην επιδίωξή της να προβάλει την ουδετερότητά της. Συνεχώς υπέκυπτε σε εκβιασμούς και των δύο πλευρών, ενώ η Αγγλία στην πραγματικότητα την ήλεγχε χωρίς προσπάθεια.
Και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στο στόχαστρο της Ιταλίας, η Αγγλία, που είχε σπεύσει να εγγυηθεί την ακεραιότητά της έναντι έξωθεν επιβουλής, καμιά σοβαρή πρόβλεψη δεν είχε κάνει. Ακόμη και μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν σε θέση, ηθελημένα ή αθέλητα, να την βοηθήσει και να εφαρμόσει τις πολυδιαφημισμένες εγγυήσεις που είχε παράσχει. Τα ελληνικά αιτήματα για αεροσκάφη, αντιαεροπορικό πυροβολικό, μέσα και υλικά ανεφοδιασμού έμειναν ανικανοποίητα. Και μόνον όταν οι εγκέφαλοι του Λονδίνου θέλησαν, για λόγους προπαγανδιστικούς κυρίως, να προκαλέσουν τη γερμανική συμμετοχή στον πόλεμο της Ελλάδος, απέστειλαν κάποιες δυνάμεις τους, που όμως ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκείς.
Οι αλλεπάλληλες και αφόρητες βρετανικές πιέσεις προς τον Μεταξά για την άφιξη δυνάμεών τους στη Μακεδονία, ώστε να εστιασθεί εκεί το γερμανικό ενδιαφέρον, κατέληξαν στο να δεχθεί η Ελλάδα την εξέλιξη αυτή, μια εξέλιξη που προοιώνιζε αυτομάτως την απώλεια του πολέμου για την ίδια, που μέχρι τότε νικηφόρα τον είχε διεξαγάγει στα αλβανικά βουνά. Τη μία ημέρα ο Μεταξάς δέχθηκε, την επομένη αναίρεσε. Και τη μεθεπομένη αρρώστησε μυστηριωδώς, ώστε μέσα σε δέκα μέρες να έχει χάσει τη ζωή του. Ποιος μπορεί να τον είχε δηλητηριάσει, ώστε την επαύριο του θανάτου του να αποφασισθεί από τη νέα ελληνική ηγεσία η αποδοχή των βρετανικών πιέσεων;
Και ενώ ο ελληνικός λαός κάθε μέρα γνωρίζει τη νίκη, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει για την τύχη του. Τουλάχιστον σε επτά διαφορετικές πρωτεύουσες ταυτόχρονα κάποιοι επεξεργάζονται νυχθημερόν σχέδια για τη μελλοντική τύχη της Ελλάδος: Ρώμη, Βερολίνο, Λονδίνο, Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι και Άγκυρα! Μπορεί να φαντασθεί κανείς την Αθήνα της εποχής εκείνης, όταν άπειροι πράκτορες από τουλάχιστον επτά διαφορετικές εθνικές προελεύσεις κατασκοπεύουν όχι μόνο το ελληνικό κράτος, αλλά και αναμεταξύ τους... Η Ελλάδα στο στόχαστρο επτά διαφορετικών κρατών. Όλοι κάτι εποφθαλμιούν να πάρουν από την άτυχη και ανύποπτη Ελλάδα, της οποίας οι στρατιώτες στο Μέτωπο την προασπίζουν αγνά και θαρραλέα, χωρίς μέσα και χωρίς εφόδια, ανυπεράσπιστοι ακόμα και απέναντι στις τραγικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες...
Την ώρα εκείνη η ελληνική κοινή γνώμη μένει με την εντύπωση ότι διεξάγει πόλεμο μόνο με την κοκορόφτερη Ιταλία και ότι όλα θα πάνε καλά. Υποπτεύεται ως επικείμενη μια σύγκρουση και με τη γεωγραφικά μακρινή Γερμανία, όμως σε χρόνο μακρινό. Ωστόσο, τα γερμανικά στρατεύματα έχουν ξεκινήσει και μέσω Δούναβη φτάνουν δίπλα μας, στη Βουλγαρία.
Την ίδια εποχή, η μυστική διπλωματία οργιάζει. Η «φίλη» Γιουγκοσλαβία, της οποίας ο ανώτατος άρχων έχει Ελληνίδα γυναίκα, όπως και ο πρωθυπουργός της, διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς. Και επιτυγχάνει να της παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη και μια ανάλογη ζώνη εξόδου προς το Αιγαίο, σε αντιστάθμισμα της προσχώρησής της στον Άξονα. Οι φίλοι μας του Βελιγραδίου και το ζήτησαν και το πέτυχαν. Ο αντιβασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Τσφέτκοβιτς, με τις Ελληνίδες συζύγους, υπογράφουν ανήμερα την 25η Μαρτίου 1941, ημέρα της εθνικής ανεξαρτησίας για την Ελλάδα, την προσχώρησή τους θριαμβευτικά.
Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική ισχύς μέσα στο Βελιγράδι είναι ακόμη αποτελεσματική. Και μέσα σε 48 ώρες ανατρέπεται η σερβική ηγεσία και αναλαμβάνει την εξουσία άλλο σχήμα, αγγλόφιλο, το οποίο παίρνει πίσω την υπογραφή των προκατόχων της. Όχι βέβαια λόγω φιλελληνισμού, αλλά διότι η αγγλική πολιτική εκείνη την ώρα έχει μπροστά της μια σκακιέρα και ξέρει ότι η επόμενη κίνηση των Γερμανών είναι μία: η επίθεση στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Κοριζή στην Αθήνα δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, πολλές των οποίων μπορεί και να αγνοεί. Το βέβαιο είναι ότι έρχεται ένας άλλος εισβολέας, που ήδη είναι προ των θυρών. Στις 6 Απριλίου 1941 θα τις διαβεί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες απονενοημένες βρετανικές προσπάθειες έχουν ως στόχο να ...μεταπείσουν τη Βουλγαρία. Τη Βουλγαρία, στην οποία ήδη βρίσκονται οι γερμανικές μεραρχίες.
6η Απριλίου 1941. Ένα δεύτερο ηρωικό «Όχι» αντιτάσσει η Ελλάδα και ταυτόχρονα διπλασιάζεται το πολεμικό μέτωπό της, χωρίς να είναι φυσικά σε θέση να το διατηρήσει. Πρόκειται για ένα προδιαγεγραμμένο τέλος του επικού αγώνα που διεξάγει από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι Άγγλοι το γνωρίζουν ασφαλώς και μόνον οι υπεραισιόδοξοι Έλληνες μπορεί να διατηρούν ελπίδες ότι θα επαναλάβουν νικηφόρα το έπος της Πίνδου και απέναντι στους σιδερόφρακτους Γερμανούς. Πλην όμως τα γεγονότα είναι πιο ραγδαία από όσο θα φαντάζονταν οι κατά κανόνα λιγότερο αισιόδοξοι του ελληνικού στρατηγείου, όταν διαπιστώνεται ότι το σερβικό μέτωπο διασπάται πολύ εύκολα και στις 8 Απριλίου 1941 η Θεσσαλονίκη έχει καταληφθεί.
Το «προδιαγεγραμμένο τέλος» δεν πτοεί κανέναν. Οι Άγγλοι αρχίζουν έναν αγώνα για να διασώσουν τις περίφημες (αλλά τόσο ασήμαντες) ενισχύσεις που μας είχαν στείλει. Ένα εκστρατευτικό σώμα 53.000 ανδρών αρχίζει μια πορεία οπισθοχώρησης και κάθε στιγμή απαιτεί από τον Έλληνα στρατιώτη, εκείνον που μάχεται επί έξι μήνες ασταμάτητα, να κρατάει τη στρατιωτική επαφή με τους προελαύνοντες Γερμανούς. Μέχρι τώρα η Ελλάδα πολεμούσε, προασπίζοντας το έδαφός της - και αυτό το έκανε επιτυχώς. Τώρα πολεμά για να δώσει χρόνο στους Βρετανούς να προλάβουν να φύγουν χωρίς απώλειες δικές τους, μόνο με δικές μας...
Έστω και τώρα κάποιοι εδώ καταλαβαίνουν τι πράγματι συμβαίνει. Και θέλουν να αντιδράσουν, αφού απλώς διαπιστώνουν ότι τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να είναι διαφορετικά από τα συμφέροντα άλλων χωρών. Αυτούς, που έστω και πρόσκαιρα φωτίστηκαν, κάποιοι στην Αθήνα, βρετανικότεροι των Βρετανών, θα τους μεμφθούν και θα τους πουν προδότες. Την ίδια εκείνη στιγμή, υπό συνθήκες ανεξακρίβωτες και μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, αποχωρεί από τον μάταιο κόσμο ο πρωθυπουργός Κοριζής (τη νεκρώσιμη ακολουθία του οποίου θα ψάλει ο «πατήρ» Δημήτριος Μπάλφουρ). Και η επίσημη Ελλάδα, έστω και αν πρόκειται για ελάχιστα πρόσωπα στην πραγματικότητα, και μάλιστα με αβέβαιη αντιπροσωπευτικότητα, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα για να «συνεχίσει τον αγώνα στην Κρήτη».
Δυστυχώς όμως και ο αγώνας αυτός είναι προδιαγεγραμμένος. Έχει ημερομηνία λήξεως: ενός μόλις μηνός. Στα τέλη Μαΐου 1941 οι Γερμανοί θα έχουν καταλάβει και την Κρήτη με εκατόμβες θυμάτων και για τις δύο πλευρές. Πολλοί ιστορικοί αναρωτιούνται αν η Κρήτη θα μπορούσε να είχε κρατηθεί από τους Συμμάχους και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η βασικότερη προϋπόθεση όμως ήταν η μεγαλόνησος να είναι εξοπλισμένη. Και οι Άγγλοι, αν και είχαν τον χρόνο και τη δυνατότητα, δεν το είχαν κάνει.
Μοιραία λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα υπήρξε ένα θύμα. Της είχε επιβληθεί να διεξαγάγει έναν πόλεμο για να διατηρηθεί - όσο αυτό ήταν εφικτό χρονικά - ένα θερμό μέτωπο στη Ν.Α. Ευρώπη. Η Ελλάδα σύρθηκε στον πόλεμο όχι μόνον από την Ιταλία, αλλά και από την Αγγλία. Το γεγονός ότι εξ αιτίας των μαχών στην Ελλάδα καθυστέρησε κατά πέντε εβδομάδες η έναρξη της εκστρατείας στο Ανατολικό Μέτωπο και αυτό υπήρξε στοιχείο καθοριστικό για την τελική έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μόνον ηθικά δικαιώνει τις θυσίες μας. Πρακτικά οι θυσίες εκείνες ποτέ δεν δικαιώθηκαν, αντίθετα μάλιστα κλιμακώθηκαν στη συνέχεια με τον εμφύλιο σπαραγμό, ενόσω ο τελευταίος υποκινήθηκε από τη βρετανική πολιτική.
Πάντως, στο διάστημα που η Ελλάδα έδινε τις ύστατες μάχες της στο μέτωπο και στη συνέχεια στην Κρήτη, η Βουλγαρία - ύστερα από ειδική συμφωνία με τη Γερμανία - κατελάμβανε τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης και τα έθετε υπό κατοχή. Πολλοί πίστευαν ότι η κατοχή εκείνη ήταν προσωρινή (άλλωστε οι Γερμανοί σε κάθε ευκαιρία διαλαλούσαν ότι είχαν αναθέσει στους Βούλγαρους μόνον καθήκοντα τάξης και ότι η εθνική ακεραιότητα της Ελλάδος δεν είχε ανατραπεί), η ίδια όμως η βουλγαρική κυβέρνηση από την αρχή είχε σπεύσει νομοθετικά να προσαρτήσει τα εδάφη.
Ειδικά για τη Μεγάλη Βρετανία, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι καθόλου δεν επηρεάστηκε από τη βουλγαρική στάση, λες κι αυτό ήταν αυτονόητο. Συνέχισε να έχει διαπιστευμένο τον πρεσβευτή της στη Σόφια για μεγάλο ακόμα διάστημα. Οι «εγγυήσεις» του 1938 που είχε προσφέρει στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν αφορούσαν την περίπτωση της Βουλγαρίας, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε επισήμως προσαρτήσει ελληνικά εδάφη. Όσο για τους εξόριστους Έλληνες ιθύνοντες, εκείνοι είχαν την εξαιρετική τιμή να συναγελάζονται στις διπλωματικές και άλλες δεξιώσεις του Λονδίνου, μεταξύ άλλων, και με τους Βούλγαρους διπλωμάτες. Έτσι δυστυχώς διεξαγόταν ο εθνικός αγώνας στα ξένα, με τέτοιο ηθικό μεγαλείο και με τέτοια εθνική αυταπάρνηση...
Άραγε μήπως ήταν εφησυχασμένη η Αγγλία, με τη Μακεδονία και τη Θράκη να έχουν προσαρτηθεί από τη Βουλγαρία; Πάντως η Αγγλία θα ήταν εφησυχασμένη αν τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου τον Απρίλιο του 1941 είχαν περιέλθει στην Τουρκία. Αυτό το τελευταίο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, αφού και ο Βρετανός πρεσβευτής το είχε προτείνει στην Άγκυρα, χωρίς δυστυχώς να έχει εξεγερθεί η εθνική συνείδηση των αρμοδίων επισήμων Ελλήνων! Το σκεπτικό ήταν ότι έτσι θα έμεναν στα χέρια των Τούρκων και όχι των Γερμανών. Με μόνη τη διαφορά ότι κάποτε οι Γερμανοί θα έφευγαν, ενώ οι Τούρκοι ποτέ...
Και για να ολοκληρώσουμε αυτές τις δυσωδίες, ας προσθέσουμε ότι στις παρασκηνιακές διεργασίες είχε εμφανισθεί με ιδιαίτερη άποψη και η Ρουμανία, διεκδικώντας τη ...Θεσσαλία τους πρώτους κατοχικούς μήνες. Αυτή η περιφέρεια μόνον ήταν διαθέσιμη από την ελληνική επικράτεια για χάρη της. Η ρουμανική πολιτική, ύστερα από την ενδοτική στάση του Ελ. Βενιζέλου στο Βουκουρέστι μερικές δεκαετίες νωρίτερα, είχε επανεμφανισθεί για να καλλιεργήσει την ιδέα ενός ρουμανόφιλου κράτους μέσα στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδος, του λεγόμενου «πριγκιπάτου της Πίνδου», το οποίο μπορεί μεν να μην έλαβε ποτέ κρατική υπόσταση τελικά, ωστόσο επιστρατεύθηκαν κάποιοι Κουτσόβλαχοι για να το επιχειρήσουν.
Τέλος, η αναζήτηση περίεργων ισορροπιών προς το τέλος του πολέμου στο Λονδίνο, εν προκειμένω ανάμεσα στις εξόριστες κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί σιωπηρά για πρώτη φορά την ύπαρξη Μακεδονικού Κράτους πέριξ των Σκοπίων. Με τη βρετανική συγκατάνευση και περαιτέρω με τη βρετανική πίεση προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία δεν αντέδρασε στην αναγγελία δημιουργίας ενός τέτοιου κρατιδίου, στα πλαίσια της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο το υλοποίησε ενώ διαρκούσε ακόμη η γερμανική κατοχή, η εξόριστη σερβική κυβέρνηση του Λονδίνου υπό τον νεαρό βασιλέα Πέτρο Καραγεώργεβιτς (που μόλις είχε αποκτήσει και αυτός Ελληνίδα σύζυγο!) το υιοθέτησε, η εξόριστη κυβέρνησή μας δυστυχώς τελικά το αποδέχθηκε!
Θα αρκεσθούμε σε όλα αυτά, για να μην απομακρυνθούμε από το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος που αναφέρεται στον πόλεμο που διεξήγαγε η Ελλάδα πρώτα απέναντι στην Ιταλία και ύστερα απέναντι στη Γερμανία, ενώ σε άλλο επίπεδο είχε να αντιπαλαίσει με τη μοχθηρή βρετανική πολιτική και όλους τους πέριξ γείτονές μας. Παράπλευρα σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες, υπάρχει και ένας ακόμη, ασυντόνιστος μεν, αλλά αποφασιστικά διαβρωτικός: η περιώνυμη Πέμπτη Φάλαγγα. Συχνά απρόσωπη και πάντα επίκαιρη, η Πέμπτη Φάλαγγα επιτυγχάνει το ακατόρθωτο και εξουδετερώνει κάθε διάθεση για ανάταση. Μια απαραίτητη σημείωση: συνήθως τα πρόσωπα που εν προκειμένω δραστηριοποιούνται δεν έχουν πολιτική συνέπεια, ώστε κάλλιστα σε μια περίοδο να είναι με τους Άγγλους, στην άλλη με τους Γερμανούς και περαιτέρω σε μια επόμενη πάλι με τους Άγγλους κ.ο.κ. Άλλωστε, κατά τεκμήριο, η Πέμπτη Φάλαγγα είναι αποστασιοποιημένη από κάθε έννοια ηθικής, συχνά και λογικής.

Απόσπασμα από το βιβλίο "28η Οκτωβρίου 1940", που κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Μέτρον στη σειρά "Ιστορικό Λεύκωμα", αριθ. 18 (σελ. 5-11).


http://neohellenism.blogspot.gr/2012/09/1940.html



ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ



 ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ



ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Ε. ΤΟΝ κ. Α. ΧΙΤΛΕΡ, ΑΡΧΙΚΑΓΚΕΛΛΑΡΙΟΝ TOΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ἐξοχώτατε,
Ἡ Ἑλλάς, τὸ γνωρίζετε, ἠθέλησε νὰ μείνη ἔξω τοῦ παρόντος πολέμου.
 Ὅταν ἐξερράγη, ἤρχιζε μόλις ν᾿ ἀναρρωννύη ἀπὸ πλῆθος βαθυτάτων πληγῶν, τὰς ὁποίας εἶχον καταλίπει εἰς τὸ σῶμα της πόλεμοι ἐξωτερικοὶ καὶ ἐσωτερικαὶ διαιρέσεις, καὶ οὐδὲ δυνάμεις εἶχε, οὐδὲ διὰθεσιν, οὐδὲ λόγον ν᾿ ἀναμιχθῆ εἰς πόλεμον, τοῦ ὁποίου, ἂν τὸ τέλος πέπρωται πάντως νὰ ἔχη δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον συνεπείας σημαντικάς, ἡ ἀρχή του δὲν παρουσίαζε δι᾿ αὐτὴν ἀμέσους κινδύνους. 
Ἂς μὴ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψει αἱ δηλώσεις της αἱ σχετικαί.
 Ἂς μὴ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποῖα εἰς ἐπίσημον Βίβλον ἐδημοσίευσε.
 Ἂς μὴ ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψει τὸ πλῆθος τῶν λόγων, τῶν κειμένων, τῶν ἀποδείξεων διὰ τῶν ὁποίων πιστοποιεῖται ἡ ἐπίμονος αὕτη ἀπόφασίς της, νὰ μείνη ἐκτὸς τοῦ πολέμου.
 Καὶ ἂς ληφθῆ τοῦτο μόνον: Τὸ ὅτι ἡ Ἑλλὰς ὅταν οἱ Ἰταλοὶ ἔπνιξαν εἰς τὸν λιμένα τῆς Τήνου τὴν «Ἕλλην» καὶ εὗρε τὰ θραύσματα τῶν τορπιλλῶν καὶ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦσαν ἰταλικά, τὰ ἔκρυψε.
 Διατί;... 
Διότι, ἂν τὰ ἀπεκάλυπτε θὰ ἦτο ὑποχρεωμένη ἢ νὰ κηρύξη τὸν πόλεμον ἢ νὰ δεχθῆ τὴν κήρυξιν τοΰ πολέμου.
Δὲν ἤθελε λοιπὸν τὸν πόλεμον μὲ τοὺς Ἰταλοὺς ἡ Ἑλλάς.
 Οὔτε μόνη, οὔτε μὲ Συμμάχους, οὔτε μὲ βαλκανικούς, οὔτε μὲ Ἄγγλους. 
Ἤθελε εἰς τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς νὰ ζήση κατὰ δύναμιν ἥσυχος, ἐπειδὴ ἦτο κατάκοπος, ἐπειδὴ εἶχε πολεμήσει πολὺ καὶ ἐπειδὴ ἡ γεωγραφική της θέσις εἶναι τοιαύτη ὥστε νὰ μὴ θέλη νὰ ἔχη ἐχθροὺς οὔτε τοὺς Γερμανοὺς εἰς τὴν ξηράν, οὔτε τοὺς Ἄγγλους εἰς τὴν θάλασσαν. 
Μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης, τῆς στιγμῆς κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπνίγη ἡ «Ἕλλη», ἡ Ἑλλὰς εἶχε, ἑκτὸς τῶν εἰρηνικῶν της διαθέσεων, πρόσθετον ἀσφάλειαν, δύο ὑπογραφάς, τὴν Ἰταλικήν, ἡ ὁποία τὴν εἶχε κατὰ πάσης ἐκ μέρους της ἐπιθέσεως ἀσφαλίσει, καὶ τὴν Ἀγγλικήν, ἡ ὁποία ἦλθεν ὡς αὐθόρμητος τῆς ἀκεραιότητός της ἐγγύησις.
Ἐν τούτοις, ὅταν ὀλίγον μετὰ τὴν «Ἕλλην» παρουσιάσθησαν ἁπταὶ ἀποδείξεις τῆς μελλούσης ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, ἡ Ἑλλάς, πεισθεῖσα ὅτι ἡ μία ὑπογραφὴ δὲν εἶχεν ἀξίαν, δὲν ἐστράφη ὡς ὤφειλε πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ᾿ ἐστράφη -τὸ ἐνθυμεῖσθε, Ἐξοχώτατε;- πρὸς Ὑμᾶς.
 Καὶ ἐζήτησε τὴν προστασίαν τὴν ἰδικήν σας.
 Καὶ τί ἀπηντήθη τότε εἰς τὴν Ἑλλάδα;...
 Τί ἀπηντήθη δὲν γνωρίζω καλῶς.
 Γνωρίζω ὅμως ἐκ στόματος τοῦ ἀποθανόντος πρωθυπουργοῦ μας, ὅτι ἡ Γερμανία ἀπήντησεν εἰς τὸ διάβημά μας συνιστῶσα νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμὴν -νὰ μὴ ἐπιστρατευθῶμεν δηλαδὴ- καὶ νὰ εἴμεθα ἥσυχοι. 
Δὲν ἐδώσαμεν λοιπὸν ἀφορμήν, δὲν ἐπεστρατεύθημεν, ἐμέναμεν ἥσυχοι ἢ μᾶλλον ἐκοιμώμεθα ἥσυχοι -διότι τὴν προηγουμένην μᾶς εἶχον κάμει καὶ γεῦμα οἱ Ἰταλοὶ- ὁπόταν μᾶς παρουσιάσθη μὲ τὸ τελεσίγραφον ὁ πρέσβυς τῆς Ἰταλίας.
Τότε λοιπὸν ποῦ καὶ πρὸς ποῖον ἠθέλατε νὰ στραφῆ ἡ Ἑλλάς;... Πρὸς τοὺς Ἰταλούς, τῶν ὁποίων εἶχε εἰς τὴν τσέπην της, μαζὶ μὲ τὰ θραύσματα τῶν τορπιλλῶν, καὶ τὴν ἄνευ ἀξίας ὑπογραφήν; Ἂλλ᾿ αὐτοὶ τῆς εἶχον κηρύξει τὸν πόλεμον. 
Πρὸς Ὑμᾶς; Ἂλλ᾿ Ὑμεῖς ἀτυχῶς εὐρίσκεσθε ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ πρωί, εἰς τὰς 28 Ὀκτωβρίου, εἰς Φλωρεντίαν.
 Νὰ μείνη μόνη;
 Ἀλλ᾿ οὔτε ἀεροπορίαν εἶχε, οὔτε ὑλικόν, οὔτε χρήματα, οὔτε στόλον.
 Ἐστράφη λοιπὸν πρὸς τὴν τελευταίαν ἀπομείνασαν ὑπογραφήν: Πρὸς τοὺς Ἄγγλους.
 Καὶ αὐτοί, τῶν ὁποίων ἐκαίετο ἡ Πατρίς, οἱ ὁποῖοι ἠγρύπνουν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μάγχης ἀνήσυχοι, οἱ ὁποῖοι τότε -ὅπως τὸ εἶχον δηλώσει- δὲν εἶχον ἐπαρκῆ τὰ μέσα διὰ τὴν ἰδίαν των προστασίαν, ἦλθαν.
 Ἦλθαν ἀμέσως. Ἄνευ ἀξιώσεων, ἄνευ διαπραγματεύσεων, ἄνευ χαρτιῶν. Καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, εἰς τὸ Μέτωπον τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοίξει εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου ὁ βάναυσος ἰταλικὸς αἰφνιδιασμός, ἔπιπταν Ἕλληνες στρατιῶται καὶ ὁ πρῶτος Ἄγγλος ἀεροπόρος.
Τί συνέβη ἀπὸ τὰς ὥρας ἐκεῖνας, τὸ γνωρίζετε καὶ Σεῖς καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος. 
Νικῶνται οἱ Ἰταλοί. Καὶ νικῶνται ἐκεῖ, στρατιωτικῶς, σῶμα πρὸς σῶμα, ἀπὸ ἡμᾶς, τοὺς μικρούς, τοὺς ἀδυνάτους. Ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Διότι Ἄγγλος στρατιώτης δὲν ἐπάτησεν εἰς τὴν Ἀλβανίαν. Νικῶνται. Διατί; Διότι δὲν ἔχουν ἰδανικά, διότι δὲν ἔχουν ψυχήν. Διότι...
- Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶναι ἔξω τοῦ θέματος. Ἀπέναντι τῆς μάχης αὐτῆς βέβαιον εἶναι, διότι μᾶς ἐδηλώθη, ὅτι ἐμείνατε θεατής: «Ἡ ὑπόθεσις αὐτή, μᾶς εἴπατε, δὲν μ᾿ ἐνδιαφέρει. Εἶναι ἱστορία ἰταλική. Δὲν θὰ ἐπέμβω παρὰ μόνον ὅταν Ἀγγλικὸς στρατὸς ἀποβιβασθῆ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, εἰς μεγάλας ποσότητας». Θὰ ἠμπορούσαμεν, ἔκτοτε, Ἐξοχώτατε, νὰ Σᾶς ἐρωτήσωμεν: «Καὶ ἡ Φλωρεντία;... Καὶ τὸ ὅτι τὴν ἡμέραν ἀκριβῶς κατὰ τὴν ὁποίαν μᾶς ἐπετίθεντο οἱ Ἰταλοί, συνηντᾶσθε μαζί τους εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Ἄρνου καὶ τοὺς παρεδίδατε τὴν Ἑλλάδα;»...
 Ἀλλὰ δὲν ἠθελήσαμεν. Μαζὶ μὲ τὰ θραύσματα τῶν ἰταλικῶν τορπιλλῶν ἐκρύψαμεν εἰς τὴν τσέπην μας καὶ τὴν Φλωρεντίαν καί, ὅταν κάποιοι ἀδιάκριτοι μᾶς τὴν ἐνεθύμιζαν, ἀπηντῶμεν: «Διεφώνησαν. Τοὺς ἐγέλασαν οἱ Ἰταλοί». Διατί;
Διότι ἔτσι ἠθέλαμεν νὰ πιστεύωμεν. Διότι μᾶς συνέφερεν ἔτσι. Ἔπειτα, καθὼς ἐπροχωροῦμεν ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀλβανίαν, ἐπροχώρουν καὶ αἱ σχέσεις τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Ἑλλάδος.
 Ὁ Ἀγκυλωτὸς Σταυρὸς ἐκυμάτιζε εἰς τὸ Μέγαρον τῆς ἐν Ἀθήναις πρεσβείας σας τὴν πρώτην τοῦ Ἔτους, κατήρχετο μεσίστιος ὅταν ἀπέθνησκεν ὁ ἀείμνηστος Μεταξᾶς, ὁ πρέσβυς σας ἤρχετο νὰ συγχαρῆ τὸν νέον Πρωθυπουργόν, αἱ μεταξὺ Ὑμῶν καὶ ἡμῶν ἐμπορικαὶ συναλλαγαὶ εἶχον ἐπαναρχίσει καὶ διεμαρτυρήθητε κάποτε ἐντόνως διότι μία ἐφημερὶς τῆς Ἀμερικῆς ἔγραψεν ὅτι γερμανικὰ τάνκς παρουσιάσθησαν εἰς τὴν Ἀλβανίαν.
 Ὅλα λοιπὸν καλά. Ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀλβανίαν, Σεῖς θεαταί, καὶ οἱ Ἄγγλοι σύμμαχοί μας μὲ τὰ ἀεροπλάνα των, μὲ τὸν Στόλον των... - ΜΟΝΟΝ. Γνωρίζετε πόσον προσεπαθήσαμεν νὰ εἶναι τὸ «ΜΟΝΟΝ» τοῦτο πραγματικόν;... Ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθῆ ὅτι, ὅταν ἓν Ἀγγλικὸν ἀεροπλάνον ἔπεσεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, παρεκαλέσαμεν τοὺς Ἄγγλους νὰ μὴ τὸ σηκώσουν αὐτοί. Διὰ νὰ μὴ παρουσιασθοῦν ἐκεῖ ἔστω καὶ δέκα Ἄγγλοι στρατιῶται. Διὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῶμεν, διὰ νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμήν. Γελᾶτε;... Ἔχετε δίκαιον.
Ἀλλὰ κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο, ἐνῷ ἐδῶ εἴχομεν ὅπως ἔχομεν σχέσεις, ἐνῷ ἡ ἐκ τῆς στάσεως τῆς Γερμανίας δημιουργηθεῖσα κάποια γαλήνη ἔμενεν ἀδιατάρακτος, Σεῖς ἠρχίσατε νὰ συγκεντρώνετε στρατεύματα εἰς τὴν Ρουμανίαν.
 Τὰ πρῶτα ἦσαν πρὸς ἐκπαίδευσιν τῶν Ρουμάνων. 
Τὰ δεύτερα πρὸς προστασίαν τῶν πετρελαίων. 
Τὰ τρίτα διὰ νὰ κρατήσουν τὰ σύνορα. 
Τὰ τέταρτα... - ἀλλὰ τὰ τέταρτα πλέον ἦσαν τριακόσιαι χιλιάδες. Τότε ὁ ὑπογεγραμμένος μετέβη δημοσιογραφῶν εἰς τὴν Βουλγαρίαν, ἐπέρασε τὸν δρόμον τὸν ὁποῖον τώρα περνοῦν οἱ στρατοί σας καὶ ἐπανελθὼν εἶπεν εἰς τὸν μακαρίτην Πρωθυπουργόν:
- Ὁ μέχρι Σόφιας δρόμος ἔχει τώρα, προσφάτως, διαπλατυνθῆ. 
Αἱ ξύλιναι γέφυραι ἔχουν τώρα, προσφάτως, ὑποστηριχθῆ μὲ πασσάλους. Τὰ ὑπολείμματα τῆς ξυλείας εὑρίσκονται ἀκόμη ἐκεῖ. Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Βούλγαροι ἔχουν ἑτοιμάσει τώρα, ὅπως ὅπως, τὸν δρόμον διὰ νὰ περάση στρατός...
Καὶ μετὰ τοῦτο;... Μετὰ τοῦτο, τί ἔπρεπε νὰ κάμη ἡ Ἑλλάς; Νὰ ζητήση βοήθειαν; Νὰ μὴ ζητήση; Νὰ πιστεύση; Νὰ μὴ πιστεύση; Νὰ βλέπη τοὺς Γερμανοὺς εἰς τὰ σύνορα τὰ βουλγαρικά, νὰ τοὺς μετρᾶ περνῶντας τὸν Δούναβιν, νὰ τοὺς παρακολουθῆ εἰσερχομένους εἰς τὴν Σόφιαν, νὰ τοὺς βλέπη συμμαχοῦντας μὲ τοὺς Βουλγάρους, ν᾿ ἀκούη τοὺς Βουλγάρους ὁμιλοῦντας περὶ τῶν ἐθνικῶν των διεκδικήσεων, καὶ νὰ στέκη ἀμέριμνος ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι οἱ Γερμανοὶ εὑρίσκονται εἰς τὴν Κοῦλαν διὰ νὰ προφυλάξουν τὰ πετρέλαια τὰ ρουμανικά;...
Ἀλλ᾿ ἔστω, ἂς τ᾿ ἀφήσωμεν ὅλα αὐτά, τὰ γενόμενα, τὰς δηλώσεις, τὴν ἱστορίαν καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὰ πράγματα. Φαίνεται -λέγουν τοῦ κόσμου τὰ ραδιόφωνα- ὅτι οἱ Γερμανοὶ θέλουν νὰ εἰσβάλουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Σᾶς ἐρωτῶμεν: ΔΙΑΤΙ; Ἂν ἡ κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησις, ὡς συμφέρουσα εἰς τὸν Ἄξονα, ἦτο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀναγκαία, τότε δὲν θὰ παρουσιάζετο πρὸ τεσσάρων μηνῶν μόνος ὁ κ. Γκράτσι εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί. Θὰ παρουσιάζοντο ἡ Ἰταλία καὶ ἡ Γερμανία μαζί, ἄλλως, μὲ ἄλλο τελεσὶγράφον, ἄλλου περιεχομένου, ἄλλης προθεσμίας, ἄλλης μορφῆς.
Δὲν ὑπῆρξε, λοιπόν, ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡ κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησις εἰς τὸν Ἄξονα ἀναγκαία. Εἶναι λοιπὸν τώρα;... Ἀλλὰ διατί;... Μήπως διὰ νὰ μὴ δημιουργηθῆ Μέτωπον κατὰ τῆς Γερμανίας εἰς τὰ Βαλκάνια; Ἀλλ᾿ αὐτὰ εἶναι μυθιστορήματα. Οὔτε ἡ μαχομένη Ἑλλάς, οὔτε ἡ Ἀγγλία -τὸ λέγει σαφῶς τὸ ἐπίσημον ἀνακοινωθὲν τῆς προχθεσινῆς 6ης Μαρτίου, ἀλλὰ τὸ λέγει σαφέστερον ἀκόμη ἡ λογικὴ- οὔτε ἡ Σερβία, οὔτε ἡ Τουρκία, ἔχουν λόγον νὰ προκαλέσουν τὴν ἐξάπλωσιν τοῦ πολέμου. Αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ ὅπου εἶναι, τοὺς φθάνει. Ἀλλὰ τότε;... Μὴ διὰ νὰ σωθοῦν εἰς τὴν Ἄλβανίαν οἱ Ἰταλοί;... Ἀλλὰ περὶ ποίου εἴδους σωτηρίας θὰ πρόκειται; Οἱ Ἰταλοὶ δὲν θὰ εἶναι ἡττημένοι ὁριστικῶς, τελεσιδίκως, παγκοσμίως καὶ αἰωνίως μόλις καὶ εἷς μόνον Γερμανὸς στρατιώτης πατήση εἰς τὴν Ἑλλάδα; Δὲν θὰ φωνάζη ὅλος ὁ κόσμος ὅτι σαράντα πέντε ἑκατομμύρια αὐτοί, ἀφοῦ ἐπετέθησαν ἐναντίον ἡμῶν ποὺ εἴμεθα μόλις ὀκτώ, ἐζήτησαν τώρα τὴν βοήθειαν ἄλλων ὀγδοῆντα πέντε ἑκατομμυρίων, διὰ νὰ σωθοῦν;... Καὶ εἰς τὸ τέλος, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν, διατὶ νὰ ἔλθουν ἄλλοι κατὰ τρόπον ἀπολύτως ἐξευτελιστικὸν δι᾿ αὐτοὺς νὰ τοὺς σώσουν, ἀφοῦ τοὺς σώζομεν εὐχαρίστως ἡμεῖς χωρὶς ἐξευτελισμούς; Ἂς φύγουν μόνοι ἀπὸ τὴν Ἀλβανίαν οἱ Ἰταλοί. 
Ἂς εἰποῦν παντοῦ ὅτι μᾶς ἐνίκησαν, ὅτι ἐκουράσθησαν νὰ μᾶς κυνηγοῦν, ὅτι ἐχόρτασαν ἀπὸ δόξαν καὶ ἂς φύγουν.
 Ἡμεῖς τοὺς βοηθοῦμεν.
Ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐρωτήσετε ἴσως, Ἐξοχώτατε: «Καλὰ ὅλα αὐτά. Καὶ οἱ Ἄγγλοι;...» Ἀλλὰ τοὺς Ἄγγλους, Ἐξοχώτατε, δὲν τοὺς ἐφέραμεν ἡμεῖς, τοὺς ἔφεραν εἰς τὴν Ἑλλάδα οἱ Ἰταλοί. Τώρα λοιπὸν εἰς αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἔφεραν οἱ Ἰταλοί, νὰ τοὺς εἰποῦμεν νὰ φύγουν;... Καί, ἔστω, νὰ τοὺς εἰποῦμεν νὰ φύγουν. Ἀλλὰ εἰς ποιούς; Εἰς τοὺς ζωντανούς. Πῶς ὅμως νὰ διώξωμεν τοὺς νεκρούς, αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν εἰς τὰ βουνά μας, αὐτοὺς ποὺ προσεγειώθησαν εἰς τὴν Ἀττικὴν πληγωμένοι καὶ ἀφῆκαν ἐδῶ τὴν τὲλευταίαν πνοήν, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἐκαίετο ἡ πατρὶς των, ἦλθαν καὶ ἠγωνίσθησαν ἐδῶ, καὶ ἔπεσαν ἐδῶ καὶ εὑρῆκαν ἐδῶ ἕνα τάφον;... Ἀκοῦτε, Ἐξοχώτατε, ὑπάρχουν ἀτιμίαι αἱ ὁποῖαι εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν γίνονται. Καὶ αὐτὰ εἶναι καθαραὶ ἀτιμίαι. Οὔτε τοὺς νεκρούς, οὔτε τοὺς ζωντανοὺς ἠμποροῦμεν νὰ διώξωμεν. Δὲν θὰ διώξωμεν κανένα, καὶ θὰ σταθῶμεν μαζὶ των, ἐδῶ, μέχρις ὅτου κάποια λάμψη ἀκτὶς ἡλίου καὶ περάση ἡ καταιγίς.
Καὶ Σεῖς; Σεῖς -λέγουν πάντοτε- θὰ ἐπιχειρήσετε νὰ εἰσβάλετε εἰς τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἡμεῖς, λαὸς ἀφελὴς ἀκόμη, δὲν τὸ πιστεύομεν. Δὲν πιστεύομεν ὅτι στρατὸς μὲ ἱστορίαν καὶ μὲ παράδοσιν -αὐτὸ καὶ οἱ ἐχθροί του δὲν τὸ ἀρνοῦνται- θὰ θελήση νὰ κηλιδωθῆ διὰ μιᾶς πράξεως παναθλίας. Δὲν πιστεύομεν ὅτι ἕνα Κράτος πάνοπλον, ὀγδοήκοντα πέντε ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, μαχόμενον διὰ νὰ δημιουργήση εἰς τὸν Κόσμον «νέαν τάξιν πραγμάτων» -τάξιν, φανταζόμεθα, ἀρετῆς- θὰ ζητήση νὰ πλευροκοπήση ἕνα Ἔθνος μικρόν, ποῦ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας του, μαχόμενον πρὸς μίαν Αὐτοκρατορίαν σαράντα πέντε ἑκατομμυρίων.
Διότι τί θὰ κάμη ὁ Στρατὸς αὐτός, Ἐξοχώτατε, ἂν ἀντὶ πεζικοῦ, πυροβολικοῦ καὶ μεραρχιῶν, στείλη ἡ Ἑλλὰς φύλακας εἰς τὰ σύνορά της εἴκοσι χιλιάδας τραυματιῶν, χωρὶς πόδια, χωρὶς χέρια, μὲ τὰ αἵματα καὶ τοὺς ἐπιδέσμους, διὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν;... Αὐτοὺς τοὺς στρατιώτας φύλακας θὰ ὑπάρξη στρατὸς διὰ νὰ τοὺς κτυπήση;
Ἀλλ᾿ ὄχι, δὲν πρόκειται νὰ γίνη αὐτό. Ὁ ὀλίγος ἢ πολὺς στρατὸς τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως ἐστάθη εἰς τὴν Ἤπειρον, θὰ σταθῆ, ἂν κληθῆ, εἰς τὴν Θράκην. Καὶ τί νὰ κάμη;... Θὰ πολεμήση. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θὰ ἀγωνισθῆ. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀποθάνη. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀναμείνη τὴν ἐκ Βερολίνου ἐπιστροφὴν τοῦ δρομέως, ὁ ὁποῖος ἦλθε πρὸ πέντε ἐτῶν καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Ὀλυμπίαν τὸ φῶς, διὰ νὰ μεταβάλη εἰς δαυλὸν τὴν λαμπάδα καὶ φέρη τὴν πυρκαϊὰν εἰς τὸν μικρόν, τὴν ἔκτασιν, αλλὰ μέγιστον αὐτὸν τόπον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔμαθε τὸν κόσμον ὅλον νὰ ζῆ, πρέπει τώρα νὰ τὸν μάθη καὶ ν᾿ ἀποθνήσκη.
Μετ᾿ ἐξόχου τιμῆς
Γ. Α. ΒΛΑΧΟΣ



"Καθημερινή", 8 Μαρτίου 1941


http://neohellenism.blogspot.gr/2012/09/blog-post_18.html