Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος
Ολοκλήρωση της Δημόσιας Διαβούλευσης
Την 24η Ιουλίου 2011 ολοκληρώθηκε με επιτυχία η δημόσια
διαβούλευση
για την επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την «εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος».
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ευχαριστεί θερμά τους πολίτες για τη συμμετοχή και τα ενδιαφέροντα σχόλιά τους, τα οποία ήδη επεξεργάζεται.
Με νεότερη ανακοίνωση το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα ενημερώσει για τις τροποποιήσεις που θα γίνουν στο σχέδιο νόμου με αφορμή τις παρατηρήσεις και τις απόψεις όσων συμμετείχαν στη δημόσια ανοιχτή διαβούλευση.
για την επικείμενη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την «εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος δημοσίου συμφέροντος».
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ευχαριστεί θερμά τους πολίτες για τη συμμετοχή και τα ενδιαφέροντα σχόλιά τους, τα οποία ήδη επεξεργάζεται.
Με νεότερη ανακοίνωση το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα ενημερώσει για τις τροποποιήσεις που θα γίνουν στο σχέδιο νόμου με αφορμή τις παρατηρήσεις και τις απόψεις όσων συμμετείχαν στη δημόσια ανοιχτή διαβούλευση.
Μιλτιάδης Παπαϊωάννου
Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
& Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής του νόμου
1. Κακουργήματα τα οποία διαπράττουν υπουργοί ή υφυπουργοί κατά τη διάρκεια της θητείας τους επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους ανακρίνονται και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή.
2. Με τις ίδιες διατάξεις ανακρίνονται και εκδικάζονται:
2. Με τις ίδιες διατάξεις ανακρίνονται και εκδικάζονται:
α) κακουργήματα τα οποία διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, γενικοί και ειδικοί γραμματείς Υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το κράτος, καθώς και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
β) κακουργήματα ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος.
3. Ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος γίνεται με πράξη από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον οποίο απευθύνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας αμέσως μόλις λάβει τη μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά.
3. Ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος γίνεται με πράξη από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον οποίο απευθύνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας αμέσως μόλις λάβει τη μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά.
Άρθρο 2 Ποινική δίωξη – Ανάκριση
1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά, για την τέλεση πράξης του προηγούμενου άρθρου, ενεργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ασκεί την ποινική δίωξη παραγγέλλοντας ανάκριση.
Μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση, η οποία διενεργείται αποκλειστικά από εισαγγελέα πρωτοδικών και ολοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών.
2. Η ανάκριση ενεργείται από ανακριτή, ο οποίος ορίζεται ειδικά γι’ αυτή, από το όργανο που διευθύνει το δικαστήριο.
Σε δυσχερείς υποθέσεις, μπορεί να ορισθούν επιπλέον μέχρι δύο ανακριτές και μέχρι ένας εισαγγελέας για να γνωμοδοτεί και προτείνει στα ανακύπτοντα δικονομικά ζητήματα.
Η ανάκριση διενεργείται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και ολοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών.
3. Οι δικαστικοί λειτουργοί των προηγούμενων παραγράφων απαλλάσσονται όλων των άλλων καθηκόντων τους και υποστηρίζονται στο έργο τους από αριθμό γραμματέων και ειδικών επιστημόνων ή πραγματογνωμόνων που κρίνεται αναγκαίος για την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας μέσα στον προβλεπόμενο γι’ αυτήν χρόνο.
Τους γραμματείς και ειδικούς επιστήμονες ή πραγματογνώμονες ορίζει ο εισαγγελέας εφετών που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης.
4. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 17 Α του ν. 2523/1997, όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3943/2011) παρέχουν στους ως άνω δικαστικούς λειτουργούς κάθε στοιχείο που τους ζητείται και κάθε άλλη συνδρομή.
Την ίδια υποχρέωση έχει και κάθε δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος, καθώς και όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί και αρχές.
5. Ο ανακριτής και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορούν να διατάξουν με αιτιολογημένη διάταξή τους την άρση του φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε είδους απορρήτου.
Η διάταξη πρέπει να αναφέρει το πρόσωπο που έχει σχέση με την ερευνώμενη υπόθεση και να περιέχει το ακριβές χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η άρση, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα.
Όταν κρίνεται ότι η άρση πρέπει να διαρκέσει πέραν αυτού, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα στο οικείο δικαστικό συμβούλιο, διαφορετικά η ισχύς της διάταξης παύει αυτοδικαίως με τη λήξη του μήνα.
6. Ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ερευνώμενου εγκλήματος.
Από την απαγόρευση εξαιρούνται λογαριασμοί και ποσά τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης του κατηγορουμένου και της οικογένειας του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων.
Η διάταξη του ανακριτή επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού.
Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας η διάταξη επιδίδεται και στον τρίτο. Η απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης της διάταξης του ανακριτή στο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό.
Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
Ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης.
Στη σύνθεση του συμβουλίου, που κρίνει την αίτηση, δεν μετέχει ο ανακριτής.
Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης.
Η διάταξη ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.
7. Η υπόθεση χωρίζεται για όσους δεν έχουν την ιδιότητα των προσώπων του άρθρου 1, αν τούτο επιβάλλεται από την ανάγκη εμπρόθεσμης αποπεράτωσης της ανάκρισης.
Άρθρο 3 Περάτωση της ανάκρισης
Στα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών με βούλευμα.
Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν για αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης, και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 έγκλημα.α
Άρθρο 4 Αρμόδιο δικαστήριο
1. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πράξεων του άρθρου 1 είναι το τριμελές εφετείο.
2. Στις άνω υποθέσεις ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες από την διαβίβαση σε αυτόν των εγγράφων.
Άρθρο 5
1. Κατά την εκδίκαση των υποθέσεων του άρθρου 1 δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναβολής.
2. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες.
Αν μετά τη διακοπή, δεν μπορεί να συνεχισθεί η δίκη για οποιοδήποτε λόγο, αναβάλλεται και προσδιορίζεται σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες.
3. Εφόσον ασκηθεί έφεση, η υπόθεση εισάγεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ορίζεται δικάσιμος από τον αρμόδιο εισαγγελέα σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες από την διαβίβαση σε αυτόν των εγγράφων.
Άρθρο 6
Αυτοτέλεια διαδικασίας
1. Η ενώπιον της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος διαδικασία δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης, της διαδικασίας στο ακροατήριο και της έκδοσης απόφασης σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4 και 5 του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση του άρθρου 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 7
Τελικές διατάξεις
Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται διαφορετικά
στο νόμο αυτόν εφαρμόζονται
οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα
και του Κώδικα Ποινικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου