Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού και οι γενοκτονίες των χριστιανικών λαών



 Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού και οι γενοκτονίες των χριστιανικών λαών

Ένα κείμενό Του Βλάση Αγτζίδη για την πολιτική του τουρκικού εθνικισμού και τη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών στην Ανατολή, δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στο ουγγρικό περιοδικό ιστορίας Trianoni Szemle ["Ανασκόπηση (της συνθήκης) του Τριανόν"]-που εκδίδεται στη Βουδαπέστη- υπό το γενικό τίτλο: “Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ“.

Η δημοσίευση αυτή έχει ενδιαφέρον, γιατί μέσω αυτής οι Ούγγροι ιστορικοί έρχονται σε επαφή με ένα θέμα της σύγχρονης ιστορίας, άγνωστο έως τώρα σ’ αυτούς. Το γεγονός της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους, ενδιαφέρει τους Ούγγρους και για έναν επιπλέον λόγο, που ξεπερνά το απλό ιστορικό ενδιαφέρον και την ευαισθησία για ζητήματα γενοκτονίας και καταπίεσης των μειονοτήτων. Σχετίζεται με την υπαγωγή τους εκείνη την εποχή στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τον ιδιαίτερο ρόλο που είχε τότε ο γερμανόφωνος κόσμος στην ενθάρρυνση του τουρκικού εθνικισμού. Ειδικά κατά τη την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στο πλαίσιο των Κεντρικών Δυνάμεων η Γερμανία του Κάϊζερ, η Αυστροουγγαρία, η νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Βουλγαρία πολέμησαν κατά της Αντάντ.

Ένα από τα πλέον άγνωστα θέματα της ευρωπαϊκής ιστορίας είναι ο τρόπος μετάβασης από την  πολυεθνική ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία στα σύγχρονα εθνικά κράτη. Η μετάβαση αυτή θα συμβεί στην πρώτη 25ετία του 20ου αιώνα και θα συνδεθεί με δύο σημαντικές εξελίξεις. Κατ’ αρχάς με την εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού που εξέφραζε τα στρατιωτικά και γραφειοκρατικά στρώματα των Οθωμανών και απεφάσισε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία την επίλυση του εσωτερικού εθνικού ζητήματος με τη γενοκτονία αυτών που θεωρούσε ανταγωνιστικές εθνότητες.  Κατόπιν με την στρατηγική συμμαχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού από τα τέλη του 19ου αιώνα με το τουρκικό ισλάμ και την κοινή συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία έδωσε το πλαίσιο πραγματοποίησης των προαποφασισμένων γενοκτονιών των χριστιανικών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων). 

Όλα αυτά βεβαίως ήταν απόρροια της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και των αντιτιθέμενων συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων. 


Το Ανατολικό Ζήτημα

         O 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από την πολιτική και κοινωνική αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
 Οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούσαν να αποκομίσουν οφέλη από την κατάρρευσή της. Οι συμπαγείς εθνικές ομάδες στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, που βίωναν την υπαγωγή τους στο οθωμανικό κράτος ως κατάκτηση, ανέπτυσσαν κινήματα για την απόκτηση της αυτοδιάθεσής τους. Ο όρος Ανατολικό Ζήτημα καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1822, κατά τις συζητήσεις στη Βερόνα για την ελληνική επανάσταση. Σε ιδεολογικό επίπεδο αντιμετωπιζόταν ως ιστορική συνέχεια της παλιάς σύγκρουσης της Δύσης με την αυταρχική Ανατολή, που είχε ως σταθμούς τη σύγκρουση της αρχαίας Ελλάδας με τους Πέρσες, την αντιπαράθεση του χριστιανικού και του ισλαμικού κόσμου, τη χριστιανική Reconquista, τις σταυροφορίες, τις προσπάθειες των βόρειων χριστιανικών λαών να ανακόψουν τις βαρβαρικές επιθέσεις των Τατάρων, των Ούνων κ.ά. Ουσιαστικά το Ανατολικό Ζήτημα αναφύεται από τη στιγμή που οι μουσουλμάνοι Τούρκοι εισβάλουν στη Μικρά Ασία. Έτσι, η πρώτη περίοδος του Ζητήματος αυτού ξεκινά τον 11ο αιώνα και λήγει το 1683, όταν λήγει πλέον η οθωμανική προσπάθεια κατάληψης της Κεντρικής Ευρώπης. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει το 1684 και τελειώνει το 1800 και η τρίτη καλύπτει το διάστημα 1880-1923.

          Στη νεότερη εποχή το Ανατολικό Ζήτημα καθορίστηκε εν πολλοίς από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, τις μεταξύ τους ισορροπίες και τις προσπάθειες αποτροπής της σλαβικής επέκτασης που ενσάρκωνε η ρωσική Αυτοκρατορία. Οι χώρες που συνηγορούσαν υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η σταθερά φιλότουρκη από το 1535 Γαλλία, η Αγγλία και η Ολλανδία, και από το 1790 η Πρωσία. Κύριος υποστηρικτής της ακεραιότητας, σχεδόν μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε η Μεγάλη Βρετανία. Τη σκυτάλη από την Πρωσία θα παραλάβει η Γερμανία –μέχρι το τέλος του 1918- και θα ενισχύσει τα σχέδια των Τούρκων εθνικιστών για εξόντωση των χριστιανικών ομάδων της Αυτοκρατορίας..

          Μέσα στο πλαίσιο των αντικρουόμενων συμφερόντων οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβαιναν καθοριστικά, άλλοτε υπερασπίζοντας το στάτους κβο και άλλοτε ενισχύοντας τα κινήματα των υπόδουλων λαών. Η σημαντική παράμετρος, που καθόρισε τις εξελίξεις και πολλές φορές ανάγκασε τις μεγάλες δυνάμεις να αλλάξουν τις στρατηγικές τους επιλογές, ήταν η πραγματικότητα των λαϊκών κινημάτων.

Η αφύπνιση των λαών

           Η αφύπνιση των κατακτημένων λαών είχε οδηγήσει στην απελευθέρωσή τους στη Βαλκανική. Στο βαλκανικό Νότο έγινε κατορθωτή η δημιουργία ενός μικρού ελληνικού βασιλείου, ως απόρροια της μεγάλης ελληνικής αντιοθωμανικής Επανάστασης που άρχισε το 1821.

Μετά τη δημιουργία του κράτους της Ελλάδας, γεννήθηκαν νέα εθνικά κράτη. Η Ρουμανία το 1862, το Μαυροβούνιο το 1860, η Σερβία το 1876, η Βουλγαρία το 1878 και η Αλβανία το 1913. Αλλά και στην ίδια τη Μικρά Ασία εμφανίστηκαν τάσεις ανεξαρτησίας στους Αρμένιους, στους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας και αργότερα στους Κούρδους. Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η εφημερίδα “Ο Λαός”, που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη: “Τουρκικός λαός λογιούνταν όλοι οι μουσουλμάνοι, δηλαδή οι πιστοί καθώς ονομαζόντουσαν μόνοι τους… Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους ματαχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλ­μάνοι ήτανε γεωχτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλ­λαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειές τους…”

          Η ελληνική παρέμβαση στο Ανατολικό Ζήτημα ήταν δύο ειδών: αφενός εμφανίστηκε το αλυτρωτικό αίσθημα των υπόδουλων ελληνικών πληθυσμών και αφετέρου αναπτύχθηκε στο νέο ελληνικό κράτος η ιδεολογία της “Μεγάλης Ιδέας.” Οι δύο αυτές παράλληλες και εν πολλοίς αλληλοεπηρεαζόμενες διαδικασίες βρίσκονταν σε συνάρτηση με τις ιδεολογικές τάσεις που επικρατούσαν στο δημοκρατικό ευρωπαϊκό χώρο. Βρισκόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία, κάτω από την επιρροή του διαφωτισμού, τα εθνικά κινήματα των λαών συγκρούονταν με τις αυταρχικές αυτοκρατορίες.

          Στον ελλαδικό χώρο το ρεύμα του αστικού εκσυγχρονισμού, που επιζητούσε την εθνική ολοκλήρωση, εξέφραζε ο βενιζελισμός. Αντίθετα ο αντιβενιζελισμός και η φιλομοναρχική παράταξη εκπροσωπούσε τα γραφειοκρατικά στρώματα που είχαν αναπτυχθεί στο υποβαθμισμένο βασίλειο και ενσάρκωνε όλες τις αντιστάσεις στην εθνική ολοκλήρωση και στη δημιουργία σύγχρονου κράτους. Η ιδιομορφία της ελληνικής περίπτωσης συνίσταται στο γεγονός ότι το ελληνικό έθνος-κράτος δημιουργήθηκε σε μια μικρή καθυστερημένη τότε νοτιοβαλκανική περιοχή της οθωμανικής επικράτειας, από την οποία απουσίαζαν αστικά στρώματα και διανοούμενοι. Ο κύριος όγκος των Ελλήνων παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία, όπως και τα μεγάλα αστικά κέντρα των Ελλήνων: Κωσταντινούπολη, Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.ά. 

Ο τουρκικός εθνικισμός

 Ένας σημαντικός παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ήταν ο νεαρός τουρκικός εθνικισμός. Με την εμφάνισή του ο όρος “Τούρκος” άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ώς “Τουρκία”. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το ισλάμ και οι νέες παντουρκιστικές ιδέες δεν σχετίζονταν με συγκεκριμένο εθνικό έδαφος. Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Ένας από τους πατέρες του παντουρκισμού, ο Ζιγιά Γκιοκάλπ (Giokalp) πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετην μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body).Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν βρεθεί στη Γαλλία, και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού.  

O Πόντος ήταν μια περιοχή της Μικράς Ασίας, όπου μια συμπαγής ελληνική κοινωνία επιβίωνε από τους ελληνιστικούς και βυζαντινούς χρόνους κι όπου δεν έγιναν πληθυσμιακές μετατοπίσεις κατά την περίοδο των βυζαντινοτουρκικών συγκρούσεων.          

Την εποχή εκείνη, τα εθνικά κινήματα της Μικράς Ασίας, δηλαδή το ελληνικό και το αρμενικό, εξέφρασαν την αναγκαιότητα για αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το φαινόμενο της δημιουργίας μιας νέας δυναμικής αστικής τάξης μετά τις μεταρρυθμίσεις του Χάτι Χουμαγιούν (1856), που η συντριπτική της πλειοψηφία ανήκε στις καταπιεσμένες χριστιανικές ομάδες του πληθυσμού, εμφανίστηκε σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι Έλληνες έμποροι είχαν άρχισαν να αποκτούν κυρίαρχη θέση ακόμα και στην οικονομική ζωή στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Οι κατάλληλες οικονομικές συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας καθώς και ενός εκπληκτικού πολιτισμού και πολιτικής.

 Η έλλειψη τουρκικής αστικής τάξης εμπόδιζε τα σχέδια του παντουρκιστικού κινήματος. Το ενδιαφέρον στην τουρκική περίπτωση είναι ότι το ρόλο των αστικών στρωμάτων είχαν οι στρατιωτικοί. Ένας από τους λόγους που επιτάχυναν τη νεοτουρκική “επανάσταση”, ήταν ο έλεγχος των οικονομικών δραστηριοτήτων από το χριστιανικό στοιχείο. Στην πραγματικότητα το κίνημα των νεοτούρκων το 1908 αποτέλεσε την αντεπανάσταση εναντίον των δημoκρατικών κινημάτων των υπόδουλων εθνών. Oι ηγέτες του κινήματος αυτού ήταν οι Ενβέρ (Enver pacha), Ταλαάτ (Talaat bey) και Τζεμάλ  (Djemal pacha).  Οι προσωπικότητες των ηγετών του νεοτουρκικού κινήματος περιγράφονταν από έναν Τούρκο στρατηγό σε μια γαλλική εφημερίδα: «Ακολούθησε τη στρατιωτική καριέρα (ο Enver pacha) και το 1902 έγινε επιτελής. Από τότε πολέμησε συνεχώς κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Ελλήνων ανταρτών της Μακεδονίας… Ήταν σκληρός παρά το ήπιο της εμφάνισής του και είχε αποκτήσει μια υπεροψία χωρίς έλεγχο… 
Κι αυτοί οι κόλακες οι Γερμανοί, που κρυφά γελούσαν με την τρέλα του, για να ελέγχουν καλύτερα το ανόητο θύμα τους, χειροκροτούσαν τις ιδέες του και ενθάρυναν τη μωρία του…
Ο Talaat bey ήταν χαρακτήρας εύκαμπτος και καταχθόνιος… Είναι ιθύνων νους των τρομοκρατικών ιδεών μέσα στην εσωτερική πολιτική… 
Ο  Djemal pacha, κουρδικής καταγωγής, δεν ήταν παρά ταγματάρχης στη Θεσσαλονίκη το 1908. Πολύ πρακτικός, ερωτευμένος με το κέρδος, φιλοδοξεί υψηλά πολιτικά πόστα. Ενώ οι στενοί του σύντροφοι επιδίωκαν πόστα στρατιωτικών ακολούθων, αυτός ορίζεται κυβερνήτης των Αδάνων για να συγκαλύψει τις σφαγές των Αρμενίων. Αργότερα διαδέχεται τον Kiamil pacha, σαν κυβερνήτης της Βαγδάτης όπου με σκάνδαλα απέκτησε τεράστια περιουσία…»  Για τον δρ. Ναζίμ (docteur Nazim), κορυφαίο στέλεχος των νεοτούρκων, o Σερίφ πασά (Cherif pacha) έγραψε στην ίδια εφημερίδα: «Είναι ένας αποφασιστικός, φανατικός οπαδός της εξολόθρευσης των χριστιανών γενικά και ειδικά των Ελλήνων, μη χαρίζοντας παρά μόνο σ’ εκείνους που ασπάζονταν το ισλάμ.» Σύμφωνα με τον Σερίφ πασά  υπήρξαν κορυφαία στελέχη των νεοτούρκων που προέρχονταν από τους ελληνικής καταγωγής μουσουλμάνους, όπως ο Bεχίμπ μπέη (Vehib bey): «Συνταγματάρχης ελληνικής καταγωγής, επιφορτίστηκε να πλάσει το πνεύμα των νέων αξιωματικών της Στρατιωτικής Σχολής προς τις αρχές των νεοτούρκων. Ονομασθείς Διοικητής της Σχολής αυτής επέδειξε μια τυραννία χωρίς φραγμούς εναντίον των μαθητών που επιθυμούσαν να μείνουν ουδέτεροι.»

          Ο τουρκικός εθνικισμός, με κέντρο δράσης του την οθωμανική Θεσσαλονίκη, αποφάσισε το 1911 την επίλυση του εθνικού προβλήματος της Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των γηγενών χριστιανικών εθνοτήτων. Οι σοβινιστικές τάσεις των νεοτούρκων φάνηκαν από πολύ νωρίς. Οι νεότουρκοι αρνούνταν πως υπήρχε εθνικό ζήτημα στην Τουρκία και επέλεξαν την πολιτική της βίαιης αφομοίωσης των εθνικών μειονοτήτων.
 Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα». 

Η εφημερίδα Ο Λαός της Πόλης προειδοποιούσε τους Τούρκους ηγέτες: “Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει.”

Στις 10 Ιουλίου 1910, δύο μόλις χρόνια από το νεοτουρκικό κίνημα, η ελληνική εφημερίδα Νέα Αλήθεια της οθωμανικής, ακόμα, Θεσσαλονίκης έγραφε: «Αλλά για μας τους Έλληνες τι να πούμε; Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους απ’ τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε καθημερινά μια τόσο ζωντανή εικόνα διωγμών. Μας αφανίζετε. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε τη δυστυχία που μας βρήκε τα δύο τελευταία χρόνια …για πιο λόγο υφιστάμεθα όλους αυτούς τους διωγμούς; Μας είχε δοθεί η υπόσχεση ότι κανείς δεν επρόκειτο να καταπατήσει τα δικαιώματά μας. Εν τω τούτοις, ψηφίστηκαν νόμοι που διατάσσουν το κλείσιμο των εκκλησιών μας, των σχολείων και των νεκροταφείων μας. Μας παίρνετε όσα μας ανήκουν και τα δίνετε σε άλλους. Φυλακίζετε τους ιερείς και τους δασκάλους μας. Ξυλοκοπείται τους πολίτες και από παντού ακούγονται θρήνοι και οδυρμοί.»

Η απόφαση για τη Γενοκτονία των χριστιανικών λαών

 Τον Οκτώβριο του 1911 οι νεότουρκοι αποφάσισαν και επισήμως, σε συνέδριό τους, την εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού “The Times of  London“ στις 3 Οκτωβρίου του 1911 με τίτλο “Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους”, παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σωβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” που βρισκόταν ήδη στην εξουσία.
 Η οθωμανοποίηση (ottomanization) δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα.
 Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι Μουσουλμάνοι: “Οι Μουσουλμάνοι γενικά πρέπει να κρατήσουν τα όπλα τους και όπου υπήρχαν ως μειονότητα, οι αρχές πρέπει να τους εξοπλίσουν…. Η Τουρκία είναι πρωτίστως μια μουσουλμανική χώρα και οι ιδέες του μουσουλμανισμού και η επιρροή του πρέπει να κυριαρχούν. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να κατασταλεί αφού δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τους Χριστιανούς, οι οποίοι πάντα δούλευαν για την κατάρρευση του νέου καθεστώτος… Αργά ή γρήγορα η πλήρης οθωμανοποίηση πρέπει να επιτευχθεί αλλά είναι πλέον καθαρό ότι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει με την πειθώ αλλά με τη δύναμη των όπλων. 
Η μουσουλμανική κυριαρχία είναι αναπόφευκτη  και μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και παραδόσεις οφείλεται σεβασμός.Το δικαίωμα της οργάνωσης, αποκέντρωσης και αυτονομίας δεν υπάρχει για τις υπόλοιπες εθνικότητες, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν τις θρησκείες τους αλλά όχι τις γλώσσες τους. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας.”  

Έκθεση που στάλθηκε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών από την Κωνσταντινούπολη αναφέρει: “Μεταξύ των υπό του Νεοτουρκικού κομιτάτου ληφθεισών αποφάσεων είναι και ο εκτουρκισμός των ελληνικών πληθυσμών, ο οποίος δεν είναι δυνατός, εφ’ όσον υπάρχουσι συμπαγείς ελληνικοί συνοικι­σμοί.” Οι νεότουρκοι θεωρούσαν τον εξισλαμισμό ως “…σπουδαίον μέσον προς επιτυχίαν του εξοντωτικού κατά των Ελλήνων προγράμματος, περί τον άξονα του οποίου εστρέφετο και στρέφεται η Τουρκία…”  

 Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, περιγράφεται στο άρθρο με τίτλο “Οθωμανοί εις τα όπλα” στις 13 Οκτωβρίου 1911 της τουρκικής εφημερίδας Ηχώ που εκδιδόταν στη Σαμψούντα: “Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος… Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των.”

 Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ για το ζήτημα αυτό, η οποία υποστήριζε ότι η Τουρκία δεν μπορούσε να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελούνταν από διαφορετικές χώρες. Η Λούξεμπουργκ κατέληγε με τη διαπίστωση: “Η κρίση της ιστορίας για την Τουρκία είχε βγει: βάδιζε πια προς την διάλυση…” Καλούσε τους σοσιαλιστές να υποστηρίξουν τα χριστιανικά κινήματα που διεκδικούσαν τη πολιτική τους χειραφέτηση με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Όσον αφορά τους νεότουρκους, η Λούξεμπουργκ -σε αντίθεση με τον Βλαδίμηρο Ίλιτς Λένιν που τους θεωρούσε υπόδειγμα επαναστατών είχε καταγγείλει “την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα.” Αλλά και οι σοβιετικοί θα αλλάξουν αργότερα άποψη. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα καταχωρηθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως “πλαστογράφοι της ιστορίας” και εμπνευστές του “σωβινιστικού δόγματος” του παντουρκισμού. 

Ο γερμανικός παράγων

          Ένας παράγοντας που συνέβαλε στην ικανοποίηση των νεοτουρκικών συμφε­ρόντων ήταν ο γερμανικός.
 Οι Γερμανοί είχαν τεράστια οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα στην Τουρκία. Έλπιζαν ότι με μια ισχυρή Τουρκία θα ανταγωνίζονταν καλύτερα τους Βρετανούς.
 Η   γερμανική εκπόνησε ένα  ”πρόγραμμα ακεραιότητας της Τουρκίας”, η υλοποίηση του οποίου προϋπέθετε την εξόντωση των πληθυσμών εκείνων που ενίσχυαν τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γράφει η Λούξεμπουργκ για αυτό, ότι η Γερμανία, στις 8 Νοεμβρίου 1898 στην οθωμανοκρατούμενη Δαμασκό, σε μια γιορταστική εκδήλωση έδωσε όρκο “… κάτω από τον ίσκιο του μεγάλου Saladin να προστατεύει και να διαφυλάττει το μωαμεθανικό κόσμο και την πράσινη σημαία του προφήτη”. Θεωρεί όμως ότι: “Η αναλαμβανόμενη από τη Γερμανία προσπάθεια “αναγέννησης” της Τουρκίας ήταν μια καθαρή τεχνική προσπάθεια γαλβανισμού ενός πτώματος.”

Η Τουρκία έγινε το πιο σημαντικό πεδίο δράσης του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Κινητήρια δύναμη ήταν οι γερμανικές τράπεζες, οι οποίες είχαν κολοσσιαίες επιχειρήσεις στην Ασία. 
Η γερμανική πολιτική κορυφώθηκε μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν οι Γερμανοί προσπάθησαν να φανατίσουν τις τουρκικές μάζες και να τις στρέψουν εναντίον των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα γερμανικό βιβλίο που έφερε στο φως ο Κώστας Φωτιάδης. 
Το βιβλίο του Φράνς Κόολερ (Franz Kohler) με τίτλο Der neue Dreibund εκδόθηκε το 1915 στο Μόναχο και περιέγραφε με σαφήνεια τις επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού: “… τα μικρασιατικά εδάφη είναι η λύση. Εκεί θα μεγαλουργήσουμε εκτοπίζοντας το συναγωνισμό των άλλων λαών εξ αιτίας του υπέρτερου πολιτισμού και της οικονομικής ζωής που θα συγκεντρωθεί στα χέρια μας… 
Τους φίλους μας θα αναζητήσουμε ανάμεσα σ’ εκείνους τους λαούς που έχουν μ’ εμάς κοινούς εχθρούς. Η κοινή εχθρότητα πρέπει να είναι ο πρώτος  και κύριος συνεκτικός δεσμός. 
Η σύμπτωση δε των οικονομικών συμφερόντων θα καταστήσει το δεσμό αυτό άρρηκτο.”

          Την περίοδο αυτή και κυρίως με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υλοποιήθηκε η, από το 1911 ειλημμένη, απόφαση των Οθωμανών για οριστική λύση του εθνικού προβλήματος της αυτοκρατορίας με τη φυσική εξόντωση των γηγενών εθνοτήτων. Οι εκτιμήσεις διαφόρων παραγόντων για συνεργία των Γερμανών στη γενοκτονία είναι γεγονός. 
Ο μάλλον φιλότουρκος Γάλλος αντιπλοίαρχος Ρολέν (Rollin), σ’ έκθεσή του προς το γαλλικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού στις 9 Φεβρουαρίου 1919, αναφέρει: “Οι νεότουρκοι σε συνεργασία με τους Γερμανούς φανέρωσαν τους στόχους του. Απέβαλαν τη μάσκα… Από τις αρχές του 1914 υπό την καθοδήγηση του Γερμανού αρχιστρατήγου Liman Von Sanders άρχισαν συστηματικοί διωγμοί και εξορίες… Μεθοδική επιχείρηση εξαφάνισης του ελληνικού στοιχείου… Υπό το πρόσχημα στρατιωτικής επιταγής οι διωγμοί μεταβλήθηκαν σ’ εκατόμβες… Χιλιάδες εξοντώθηκαν στα περίφημα Αμελέ ταμπουρού”.

          Από τα αρχεία προκύπτει όμως, ότι οι Γερμανοί και Αυστριακοί διπλωμάτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έμειναν έκπληκτοι από τη βία που ασκούσαν οι τουρκικές αρχές στους εκτοπισμένους πληθυσμούς. Για παράδειγμα, ο Αυστριακός διπλωμάτης Τράουτμανσντορφ (Τrauttmansdorff)  γράφει προς τον υπουργό του στις 28 Ιουλίου 1916: “Υπέδειξα κατά την τελευταία επίσκεψη στην Τούρκο υπουργό Εξωτερικών ποια εντύπωση θα έπρεπε να προκαλέσουν σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο τέτοια φρικτά μέσα, και του είπα ότι ένας τέτοιος τρόπος ενέργειας θα αποτελούσε ένα ακόμα λάθος, μεγαλύτερο από τα ριζοσπαστικά μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν κατά των Αρμενίων”.

  Tα πληθυσμιακά μεγέθη

Ο υπολογισμός του ακριβούς αριθμού των Ελλήνων αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Μέσω των διαθέσιμων απογραφικών στοιχείων είναι δυνατή μόνο η προσέγγισή του. Βασικές πηγές αποτελούν η πατριαρχική απογραφή των ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τα ελληνικά προξενεία την περίοδο 1910-1912 και η οθωμανική απογραφή του 1914. Στην πατριαρχική απογραφή για το χώρο του Πόντου συνεργάστηκαν το ελληνικό προξενείο της Τραπεζούντας και το υποπροξενείο της Αμισού. Η οθωμανική απογραφή, που αποτελεί, έτσι και αλλοιώς, το μοναδικό επίσημο στοιχείο χαρακτηρίζεται από πλήθος ελλείψεων, που σχετίζονται με την καταχώρηση συνήθως μόνο των ανδρών και απ’ αυτούς κυρίως των μουσουλμάνων, ή στην καλύτερη περίπτωση  την ελλιπή καταγραφή παιδιών και γυναικών.

Ο Τζάστιν Μακάρθι (J. McCarthy), που διακρίνεται για την φιλοτουρκική του μονομέρεια, στο έργο του Muslim and Minorities, διορθώνει την οθωμανική στατιστική προσθέτοντας 15% περισσότερο πληθυσμό. Ο Ντάγκλας Ντέικιν (Douglas Dakin) δίνει τον αριθμό 2.100.000 (300.000 στην Ανατολική Θράκη και 1.800.000 στο σύνολο του μικρασιατικού εδάφους).

 Σύμφωνα με την προβληματική οθωμανική στατιστική του 1914 στο σύνολο του οθωμανικού εδάφους (Μικρά Ασία συμπεριλαμβανομένου του Πόντου, Ανατολική Θράκη και βιλαετίου Χαλεπίου) κατοικούσαν 1.565.781 Έλληνες. Με βάση τις παρατηρήσεις επί των λαθών της απογραφής του Mακάρθι κατοικούσαν 1.711.718, ενώ με βάση την πατριαρχική 2.068.402. Η πατριαρχική  απογραφή αυτή φαίνεται να είναι εγγύτερη προς το πραγματικό μέγεθος του πληθυσμού γιατί οι Έλληνες δήλωναν τις γεννήσεις στο μητρώο της Εκκλησίας και όχι αυτό της οθωμανικής αρχής. Επίσης, αρκετοί Έλληνες για φορολογικούς και άλλους λόγους απέφευγαν να δηλωθούν, με αποτέλεσμα να μην έχουν την οθωμανική υπηκοότητα, παρότι ήταν γεννημένοι και κατοικούσαν σε οθωμανικά εδάφη. Είναι δεδομένο ότι και η πατριαρχική απογραφή υπολείπεται του πραγματικού αριθμού των Ελλήνων γιατί -όπως προκύπτει από προξενικές αναφορές- μέρος του ελληνικού πληθυσμού αρνιόταν να απογραφεί, φοβούμενο μήπως τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης απογραφής πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

          Η ποικιλία των πληθυσμιακών εκτιμήσεων υπάρχει μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, ένα ελληνοτουρκικό επιστημονικό site, που υπήρχε στο διαδίκτυο το 1997, φιλοξενούσε τα αποτελέσματα ενός ελληνοτουρκικού ερευνητικού προγράμματος με τίτλο “Mikra Asia. Story of Greeks of Anatolia”. Το site, που είχε κατασκευαστεί από τις ερευνήτριες Bilgin Esme (Tr) και Aggeliki Ralli (Gr), έδινε για τον ελληνικό πληθυσμό στην Ανατολική Θράκη και τη Μιρά Ασία τον αριθμό των 2,6 εκατομμυρίων ατόμων. Η παραπάνω εκτίμηση  συμπίπτει σχετικά με τις εκτιμήσεις σοβαρών Ελλήνων ιστορικών, η οποίοι για το 1919 δίδουν τον αριθμό των 2.450.000Ελλήνων στην ανατολική Θράκη, στην Κωνσταντινούπολη, και στη Μικρά Ασία, έναντι  8.000.000 Τούρκων (συμπεριλαμβανομένων των Κούρδων, των Λαζών, τω Κιρκασίων και των υπόλοιπων μουσουλμάνων της οθωμανικής επικράτειας) και 1.500.000 περίπου Αρμενίων, Εβραίων και Βουλγάρων.

Η πρώτη φάση της γενοκτονίας (1914-1918)

 Οι μετακινήσεις των πληθυσμών

      Οι βία κατά των χριστιανικών εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλιμακώθηκε βαθμιαία. Το πρώτο βήμα ήταν το μποϊκοτάζ που υποκινούσε η κυβέρνηση κατά των επιχειρήσεων που ανήκαν σε χριστιανούς. Το μποϊκοτάζ υπήρξε ένα μέσο κινητοποίησης των ισλαμικών μαζών για την υλοποίηση των προαποφασισμένων σχεδίων. Ο εμπορικός αποκλεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων άρχισε το 1914. Στη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρεται ότι η πολιτική αυτή στόχευε στον εκτουρκισμό της Κωνσταντινούπολης, η οποία έως τότε είχε ελληνικό χαρακτήρα και «…ουκ ολίγον συνετέλεσεν εις την απονέκρωσιν πάσης εμπορικής κινήσεως και συνδιαλλαγής μεταξύ των ομογενών της πρωτευούσης.»

     Αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι η καταπίεση και η εξαφάνιση των χριστιανικών κοινοτήτων υπήρξε έμπνευση των Γερμανών. Ο Μιχ. Ροδάς θεωρεί ότι στόχος της Γερμανίας ήταν “… να εκδιωχθούν τελείως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και να συντριβούν οι Έλληνες.” Το στόχο αυτό προπαγάνδιζε από το 1915 ο Γερμανός Φράνς Κόολερ: “Αφ’ ενός, με τον  τουρκικό αποικισμό στα παρ’ αμιγών Ελλήνων κατοικούμενα νησιά του Αιγαίου και τις Μικρασιατικές ακτές -απ’ όπου αυτοί θα εκδιωχθούν- αφ’ ετέρου με την ηθική και οικονομική εξασθενήση όσων  Ελλήνων απομείνουν, θα κατορθωθεί ο βαθμιαίος εξισλαμισμός της Τουρκίας. Θα κατορθωθεί η ίδρυση τουρκικού κράτους με συμπαγή τουρκική μάζα, κράτους δηλαδή που θα έχει καθαρά εθνικό χαρακτήρα. …Οι ελληνικές αρπακτικές διαθέσεις δεν θα έχουν πλέον έδαφος πραγματοποίησης. Γιατί η κύρια βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η πολιτική του ελευθέρου βασιλείου, η λύτρωση του υποταγμένου γένους, θα έχει εκλείψει αφού ο Ελληνισμός θα ΄χει εξαφανιστεί.”

     Πάντως, οι εξελίξεις καθορίστηκαν από την τυχαιότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τον τυχοδιωκτισμό των νεοτούρκων που πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία ήρθε η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων. 
Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «…το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν.
 Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές…»

Πηγή: Und ich dachte immer



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου