Ο Απολλόδωρος
αναφέρει ότι μετά την Τιτανομαχία οι
Ολύμπιοι θεοί αντιμετώπισαν και νίκησαν
με μεγάλη δυσκολία ένα φοβερό γένος
ανθρωπο-ερπετικών όντων, τους πανίσχυρους
Γίγαντες: «Η
Γή δε, αγανακτούσα για τους Τιτάνες,
γεννά από τον Ουρανό τους Γίγαντες,
ανυπερβλήτους στο μέγεθος των σωμάτων
και ασυναγωνίστους στην δύναμη, οι
οποίοι φαίνονταν φοβεροί στην όψη, με
μακρά κόμη και γένια κρεμάμενα
εκ της κεφαλής τους, και είχαν στο
κάτω μέρος τους φολίδες δρακόντων.
Γεννήθηκαν δε, όπως λέγουν κάποιοι
στις Φλέγρες (της
Χαλκιδικής), κατ’ άλλους δε,
στην Παλλήνη (της
Χαλκιδικής).Εξακόντιζαν δε στον ουρανό
βράχους και φλεγόμενες δρυς.
Υπερείχαν δε εκ πάντων αυτών ο
Πορφυρίων και ο Αλκυονεύς, ο οποίος
μάλιστα, εφ’όσον μαχόταν στην γη όπου
είχε γεννηθεί, ήταν αθάνατος.Επίσης,
αυτός άρπαξε από την Ερύθεια τις
αγελάδες του Ηλίου.
Είχε
δοθεί δε χρησμός στους
θεούς
ότι ουδείς των Γιγάντων μπορούσε να
φονευθεί απ’αυτούς, αλλά αν συμμαχούσε
μαζί τους κάποιος θνητός, εκείνοι θα
πέθαιναν.Αφού δε η Γη πληροφορήθηκε
τούτο, αναζητούσε ένα βότανο, για να μη
μπορούν, δι’αυτού, οι Γίγαντες να
φονευθούν ούτε από θνητό.
Αλλά
ο Ζεύς, αφού απαγόρευσε στην Ηώ, την
Σελήνη και τον Ήλιο να φανούν, πρόλαβε
να κόψη ο ίδιος αυτός το βότανο και
κάλεσε δια της Αθηνάς ως σύμμαχο τον
Ηρακλή.Και εκείνος πρώτα μεν τόξευσε
τον Αλκυονέα, ο οποίος όμως, όσο έπεφτε
στην γη, τόσο και ανέκαμπτε.
Αλλά
κατόπιν συμβουλής της Αθηνάς ο Ηρακλής
τον έσυρε έξωθεν της Παλλήνης.
Και
εκείνος μεν πέθανε ούτως, ενώ ο Πορφυρίων
όρμησε κατά την μάχη εναντίον του
Ηρακλέους και της Ήρας.
Αλλά
ο Ζεύς του ενέβαλε πόθο για την Ήρα, η
οποία, ενώ αυτός έσχιζε τα πέπλα της,
θέλοντας να την βιάση, ζητούσε βοήθεια.
Και αφού ο Ζεύς κεραυνοβόλησε αυτόν, ο
Ηρακλής τον τόξευσε και τον φόνευσε.
Όσον
αφορά δε τους υπολοίπους Γίγαντες, ο
Απόλλων τόξευσε τον αριστερό οφθαλμό
του Εφιάλτη και ο Ηρακλής τον δεξιό.
Τον Εύρυτο δε φόνευσε ο Διόνυσος δια
θύρσου, τον Κλυτίο η Εκάτη δια δαδών
και τον Μίμαντα ο Ήφαιστος ρίχνοντάς
του μύδρους (=διάπυρα σίδερα).Η Αθηνά
δε έριξε επάνω στον Εγκέλαδο, ο οποίος
είχε τραπεί εις φυγή, την νήσο Σικελία
και αφού έγδαρε το δέρμα του Πάλλαντος,
κάλυψε δι’αυτού κατά την μάχη το ίδιο
το σώμα της.
Ο
Πολυβώτης δε, καταδιωκόμενος δια
θαλάσσης από τον Ποσειδώνα, έφθασε στην
Κώ.Τότε δε, ο Ποσειδών απέσπασε ένα
μέρος της νήσου, το ονομαζόμενο Νίσυρο,
και το έριξε επάνω του.Ο Ερμής δε,
φορώντας κατά την μάχη την κυνή του
Άδη, φόνευσε τον Ιππόλυτο, η Άρτεμις
τον Γρατίωνα και οι Μοίρες, μαχόμενες
δια χαλκίνων ροπάλων, τον Άγριο και τον
Θόωνα.Τους άλλους δε Γίγαντες φόνευσε
ο Ζεύς, ρίχνοντάς τους κεραυνούς.Και
όλους, ενώ πέθαιναν, τους τόξευσε ο
Ηρακλής».
(Βιβλιοθήκη,
Α.6.1-2).
|
Από
τα ανάγλυφα του βωμού της Περγάμου
μαθαίνουμε τι εννοούσε ο Απολλόδωρος
λέγοντας ότι οι Γίγαντες «είχαν στο
κάτω μέρος τους φολίδες δρακόντων»:
Εις αυτά λοιπόν, με εξαίρεση τον
Λέοντα, οι Γίγαντες απεικονίζονται
ως ανδρόμορφοι μέχρι και τους γλουτούς,
αλλά με δύο σπείρες οφιοειδών δρακόντων
αντί ποδιών
|
Ο
Ησίοδος αναφέρει ότι οι Γίγαντες
γεννήθηκαν από το αίμα του Ουρανού που
χύθηκε στην Γαία όταν ο Κρόνος απέκοψε
τα αιδοία αυτού, αλλά δεν μνημονεύει
καθόλου την Γιγαντομαχία (όπως είναι
γνωστή η σύγκρουσις των Ολυμπίων θεών
με τους Γίγαντες: «Και αυτά (τα αιδοία
του Ουρανού) δεν έφυγαν μάταια από το
χέρι (του Κρόνου). Διότι όσες αιμάτινες
σταγόνες χύθηκαν τις δέχθηκε όλες η
Γαία.
Και
κατά το κυκλικό πέρασμα των ενιαυτών
(=μακρών χρονικών περιόδων) γέννησε τις
κρατερές (=κραταιές) Ερινύες, τους
μεγάλους Γίγαντες -οι οποίοι έλαμπαν
στα όπλα τους, μακρά δόρατα έχοντας στα
χέρια τους- και τις Νύμφες που Μελίες
ονομάζουν στην άπειρη γαία».
(Θεογονία,
182-187).
Ο
Έλλην ποιητής του 3ου αιώνος π.Χ.
Απολλώνιος ο Ρόδιος αναφέρει ότι ο
Μίμας φονεύθηκε όχι από τον Ήφαιστο,
αλλά από τον Άρη
(Αργοναυτκά,
Γ.1226).
Τούτο
συμφωνεί με μία Αθηναϊκή αγγειογραφία
της Κλασσικής εποχής, στην οποία όμως
ο Μίμας αναφέρεται ως Μίμων και
απεικονίζεται όχι ως ημιερπετοειδής,
αλλά ως ανθρωπόμορφος οπλίτης.
Ο
Έλλην ιστορικός του 1ου αιώνος π.Χ.
Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι
κατά τους Αιγυπτίους ο Ηρακλής που
πολέμησε στην Γιγαντομαχία δεν ήταν ο
υιός του Διός και της Αλκμήνης (ο οποίος
είναι γνωστός ως Αμφιτρυωνιάδης
Ηρακλής), αλλά ένας άλλος, πολύ αρχαιότερος
Ηρακλής: «Διότι, καθώς ομολογούν όλοι
ότι ο Ηρακλής αγωνίσθηκε μαζί με
τους Ολύμπιους θεούς
κατά τον πόλεμό τους εναντίον των
γιγάντων, λέγουν (οι Αιγύπτιοι) ότι ουδόλως
αρμόζει στην γη να έχει
γεννήσει τους γίγαντες κατά την εποχή
που λέγουν οι Έλληνες ότι γεννήθηκε ο
Ηρακλής, μία γενεά, δηλαδή, προ των
Τρωϊκών (του Τρωϊκού πολέμου), αλλά μάλλον,
όπως λέγουν αυτοί, κατά την εποχή της
γενέσεως των ανθρώπων.Διότι απ’εκείνη
έως σήμερα οι Αιγύπτιοι μετρούν
περισσότερα από 10.000 έτη, ενώ από τα
Τρωϊκά λιγότερα από 1.200…».
(Βιβλιοθήκη
Ιστορική, Α.24).
Τούτο
είναι αδιαμφισβητήτως ορθό, αφού η
Γιγαντομαχία διεξήχθη λίγο μετά την
Τιτανομαχία-η οποία ήταν πολύ αρχαιότερη
του Τρωϊκού πολέμου-ενώ ο Αμφιτρυωνιάδης
Ηρακλής φόνευσε δύο τερατώδη τέκνα του
μεταγενεστέρου της Γιγαντομαχίας
Τυφώνος, την Λερναία Ύδρα και τον Όρθο.
Προφανώς δε, ο Αμφιτρυωνιάδης Ηρακλής
ήταν μετενσάρκωση του αρχαιότερου
Ηρακλέους, και ακριβώς δια τούτο τους
συγχέουν οι Ελληνικοί μύθοι.
Ο
Έλλην γεωγράφος και ιστορικός των 1ου
π.Χ-1ου μ.Χ αιώνων Στράβων αναφέρει ότι
κατά κάποιους (προφανώς, κυρίως κατοίκους
της Ιταλίας) η Γιγαντομαχία διεξήχθη
όχι στην Χαλκιδική, αλλά στο Φλεγραίο
πεδίο (ή Φλέγρα) της Καμπανίας της
Ιταλίας, την πεδιάδα πέριξ της μετέπειτα
πόλεως Κύμης.
(Γεωγραφικά,
Ε.5.4.4-5.4.6-ΣΤ.3.5).
Κατ’αυτή
δε την εκδοχή, κάποιοι Γίγαντες διεσώθησαν
στην νοτιοανατολική Ιταλία, στην περιοχή
της μετέπειτα μικρής πόλεως Λευκά:
«Είναι και αυτή (τα Λευκά) πολίχνη, όπου
δείχνεται πηγή δυσώδους ύδατος.Μυθολογούν
δε ότι τους Γίγαντες που επέζησαν στην
Φλέγρα της Καμπανίας, οι οποίοι
ονομάζονταν Λευτέρνιοι, τους εξεδίωξε
ο Ηρακλής, και κατέφυγαν εκεί, όπου
καλύφθηκαν από την γη. Εκ των χώρων τους
δε έχει τέτοιο ρεύμα η εν λόγω πηγή.Και
δια τούτο ονομάζουν αυτή την παραλία
Λευτερνία…».
(Στράβων,
Γεωγραφικά, ΣΤ.3.5).
Επίσης,
ο Στράβων αναφέρει-κατά την κρατούσα,
Χαλκιδική εκδοχή της Γιγαντομαχίας-ότι
κάποιοι Γίγαντες διέφυγαν στην Μύκονο,
αλλά εξοντώθηκαν και αυτοί από τον
Ηρακλή: «Η Μύκονος δε είναι αυτή υπό
την οποία μυθολογούν ότι κείνται οι
ύστατοι των Γιγάντων, οι οποίοι
εξοντώθηκαν από τον Ηρακλή…».
(Γεωγραφικά,
Ι.5.9).
Επίσης,
ο Στράβων αναφέρει για τον Πολυβώτη τα
ίδια με τον Απολλόδωρο: «Λέγουν δε ότι
η Νίσυρος είναι αποσπασθέν μέρος της
Κώ, προσθέτοντας και τον μύθο ότι ο
Ποσειδών, καταδιώκοντας έναν εκ των
Γιγάντων, τον Πολυβώτη, απέσπασε δια
της τρίαινάς του ένα τεμάχιο της Κω και
το έριξε επάνω αυτόν.Και το βληθέν έγινε
η Νίσυρος, η οποία έχει κείμενο κάτωθέν
της αυτόν τον γίγαντα. Κάποιοι όμως
λέγουν ότι αυτός κείται κάτωθεν της
Κω».
(Γεωγραφικά,
Ι.5.16).
Ο
Ρωμαίος ποιητής του 1ου αιώνος μ.Χ.
Στάτιος αναφέρει ότι «όταν ο Εγκέλαδος
προσπαθεί να αλλάξει πλευρό, άνωθεν
του το φλογερό όρος (η Αίτνα) βροντά από
τα έγκατά του και οι κορυφές του
πλημμυρίζουν (από λάβα)».
(Θηβαϊς,
3.594).
Δηλαδή,
θεωρεί ότι ο Εγκέλαδος είναι καταπλακωμένος
από την Αίτνα, αλλά δεν έχει πεθάνει
και προκαλεί δια των κινήσεών του τις
ηφαιστειακές εκρήξεις της.Το ίδιο δε
αναφέρει και ο Έλλην ποιητής του 4ου
αιώνος μ.Χ. Κόϊντος Σμυρναίος, αποκαλώντας
μάλιστα τον Εγκέλαδο «αθάνατο».
(Τα
μεθ’Όμηρον, ΙΔ.581).
Ο
Έλλην μυθογράφος των 1ου-2ου αιώνων μ.Χ.
Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει ότι ο
Γίγας που φονεύθηκε από τον Ηρακλή όταν
επιτέθηκε στην Ήρα, δηλαδή ο Πορφυρίων,
ήταν «πυρίπνοος (=είχε πύρινη αναπνοή)».
(Φώτιος,.Επιτομή
της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου
Ηφαιστίωνος, 12).
Επίσης,
ο Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει έναν
Γίγαντα ονόματι Λέοντα: «Ο Ηρακλής
φορούσε την δορά όχι του λέοντος του
Νεμέας, αλλά του Λέοντος, ενός εκ των
Γιγάντων, ο οποίος φονεύθηκε από τον
Ηρακλή αφού τον προκάλεσε εις μονομαχία».
(Φώτιος,.Επιτομή
της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου
Ηφαιστίωνος, 37).
Αυτός
ο Γίγας ταυτίζεται με έναν λεοντοκέφαλο,
και κατά τα λοιπά ανδρόμορφο, Γίγαντα
που απεικονίζεται στα ανάγλυφα του
βωμού της Περγάμου. Προφανώς λοιπόν,
ήταν ημιλεοντόμορφος, ενώ ο Ηρακλής
που φορούσε την δορά του ήταν βεβαίως
όχι ο Αμφιτρυωνιάδης, αλλά ο πρεσβύτερος
Ηρακλής.
|
Από
τον ναό του Διός της ελληνικής
Περγάμου η Γιγαντομαχία
ένας Λέων και η Κητώ - 175 π.Χ.
|
Επίσης,
ο Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει έναν
Γίγαντα ονόματι Δάμυσο: «Εκείνος (ο
κένταυρος Χείρων) ξέθαψε το σώμα του
Γίγαντος Δαμύσου, το οποίο έκειτο στην
Παλλήνη (ο Δάμυσος ήταν ο ταχύτερος εξ
όλων των Γιγάντων), και αφαίρεσε τον
αστράγαλό του, τον οποίον προσάρμοσε
και ενσωμάτωσε δια φαρμάκων στο
(αριστερό) πόδι του Αχιλλέως…».
(Φώτιος,.
Επiτομή
της Καινής Ιστορίας του Πτολεμαίου
Ηφαιστίωνος, 45).
Ο
Ρωμαίος μυθογράφος του 2ου αιώνος μ.Χ.
Υγίνος αναφέρει ότι η Γαία γέννησε τους
Γίγαντες όχι από τον Ουρανό, αλλά με
τον Τάρταρο: «Από την Γαία και τον
Τάρταρο γεννήθηκαν οι Γίγαντες: Ο
Εγκέλαδος, ο Κοίος, ο Ελέντης, ο Μόρφιος,
ο Αστραίος, ο Πέλωρος, ο Πάλλας, ο Έμφυτος,
ο Ροίκος, ο Ιένιος, ο Άγριος, ο Αλέμων,
ο Εφιάλτης, ο Εύρυτος, ο Εφφρακόρδων, ο
Θεομίσης, ο Θεοδάμας, ο Ώτος, ο Τυφών, ο
Πολυβώτης, ο Μεεφριάρος, ο Άβησος, ο
Κολοφώνος και ο Ιαπετός».
(Μύθοι,
Προοίμιο)
Αυτή
η εκδοχή όμως είναι αδιαμφισβητήτως
εσφαλμένη, αφού ο Ησίοδος-στον οποίον
και βασίζεται ο Απολλόδωρος ως προς
την καταγωγή των Γιγάντων-και είναι
πολύ αρχαιότερος του Υγίνου, ήτοι
εγγύτερος προς τα μυθολογικά γεγονότα,
και-όπως ο ίδιος δηλώνει-διδάχθηκε την
Θεογονία από τις θεές Μούσες
(Θεογονία,
22-34).
Ο
Υγίνος σφάλλει ως προς πέντε από τα 24
ονόματα Γιγάντων που
αναφέρει: Ο Κοίος και ο Ιαπετός είναι
Τιτάνες και ο Αστραίος υιός του Τιτάνος
Κριού και της Ευρυβίας, θυγατρός του
Πόντου, ο Ώτος ήταν μεν γίγας, αλλά υιός
του Ποσειδώνος και της Ιφιμέδειας, και
ο Τυφών είναι μεν γίγας και υιός του
Ταρτάρου και της Γαίας, αλλά δεν ανήκει
στους Φλεγραίους (ή
Παλληνίους) Γίγαντες.
Επίσης,
ο Υγίνος αναφέρει ότι κατά κάποιους η
Γιγαντομαχία συνδέεται με τον αστερισμό
του Δράκοντος: «Κάποιοι δε λέγουν ότι
αυτός ο δράκων (ο αστερισμός του
Δράκοντος) ρίφθηκε από τους Γίγαντες
κατά της Αθηνάς, όταν αυτή μαχόταν
εναντίον τους.Αλλά η Αθηνά άρπαξε τον
περιελισσόμενο δράκοντα, τον εκσφενδόνισε
στα άστρα και τον τοποθέτησε ακριβώς
στον πόλο του ουρανό.Ούτως, μέχρι και
σήμερα αυτός φαίνεται με το σώμα του
περιελιγμένο, σαν να έχει μόλις μεταφερθεί
στα άστρα».
(Αστρονομικά,
2.3).
Ο
Έλλην σοφιστής των 2ου-3ου αιώνος μ.Χ
Φιλόστρατος παραθέτει την άποψη που
είχε περί των Γιγάντων ο θείος Έλλην
φιλοσόφος του 1ου αιώνος μ.Χ. Απολλώνιος
ο Τυανεύς: «Διότι εκείνοι (οι ποιητές)
λέγουν ότι έχει δεθεί υπό του όρους
(της Αίτνας) κάποιος Τυφών ή Εγκέλαδος
και ότι αργοπεθαίνοντας αποπνέει
ασθμαίνοντας τούτο το πύρ (της Αίτνας).Εγώ
δε παραδέχομαι ότι έχουν υπάρξει
γίγαντες και ότι αποκαλύπτονται τέτοια
σώματα εις πολλά σημεία της γής, όταν
διαρρηγνύονται τάφοι, όχι όμως ότι
αυτοί συγκρούσθηκαν με τους θεούς, αλλά
ότι πιθανώς προσέβαλαν τους ναούς και
τα τεμένη τους.Το ότι δε οι Γίγαντες
πήδησαν πάνω στον ουρανό και προσπάθησαν
να εκδιώξουν από εκεί τους θεούς είναι
παρανοϊκό τόσο να το λέγει κανείς, όσο
και να το πιστεύει…».
(Τα
ες τον Τυανέα Απολλώνιον, Ε.16).
Επίσης,
ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι μερικό καιρό
πρό της εποχής του ανακαλύφηκε στην
Κώ o σκελετός
ενός Φλεγραίου Γίγαντος: «Και μάλιστα,
προ τεσσάρων ετών ο Ύμναιος ο Πεπαρήθιος,
ο οποίος είναι φίλος μου, έστειλε έναν
εκ των υιών του για να ερωτήσει δια εμού
τον Πρωτεσίλαο περί ομοίου θαύματος.Διότι
όταν έτυχε να σκάβει αμπέλια στην νήσο
Κώ-η οποία είναι ολόκληρη ιδιοκτησία
του-η γη αντήχησε στους σκάβοντες σαν
κενή. Όταν λοιπόν διάνοιξαν εκείνο το
σημείο, ευρήκαν κείμενο έναν δωδεκάπηχο
νεκρό (ύψους 5,5 μέτρων), στο κρανίο του
οποίου κατοικούσε ένας (οφιοειδής)
δράκων. Ο εν λόγω νεαρός λοιπόν ήλθε να
μας ερωτήσει τι έπρεπε
να πράξουν με αυτόν, και ο Πρωτεσίλαος
απάντησε “Ας καλύψουμε εντελώς τον
ξένο”, προτρέποντας προφανώς να
ξαναθάψουν τον νεκρό και να μην τον
αφήσουν εκουσίως ακάλυπτο. Είπε επίσης
ότι αυτός ήταν ένας εκ των ριγμένων
(από τους Ολυμπίους θεούς) Γιγάντων…».
(Ηρωϊκός,
670).
Επίσης,
ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι πολλοί εκ
των Γιγάντων ρίφθηκαν από τους Ολυμπίους
θεούς κάτωθεν του ηφαιστειακού όρους
Βεζουβίου (το οποίο ευρίσκεται στο
νότιο άκρο της Καμπανικής Φλέγρας): «Οι
Νεαπολίτες δε που κατοικούν στην Ιταλία
(στην Νεάπολη της Καμπανίας) θεωρούν
θαυμαστά τα οστά του Αλκυονέως. Λέγουν
μάλιστα ότι έχουν ριφθεί εκεί (από τους
Ολυμπίους θεούς) πολλοί εκ των Γιγάντων
και ότι το όρος Βέσβιο (ο Βεζούβιος)
καπνίζει επ’αυτών…».
(Ηρωϊκός,
671).
Επίσης,
αναφέρει ότι ένας εκ των καταπλακωμένων
από τον Βεζούβιο Γιγάντων είναι και ο
Εγκέλαδος, ο οποίος δεν έχει πεθάνει,
αλλά αργοπεθαίνει
διαρκώς,
αποπνέοντας το πυρ του Βεζουβίου.
(Εικόνες,
2.17).
Επίσης,
ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι στην Παλλήνη
διατηρούνταν μέχρι την εποχή του πολλοί
σκελετοί Γιγάντων: «Και μάλιστα, στην
Παλλήνη, την οποία οι ποιητές ονομάζουν
Φλέγρα, η γή περιέχει πολλά τέτοια
σώματα Γιγάντων, οι οποίοι είχαν
στρατοπεδεύσει εκεί, και οι βροχές και
οι σεισμοί αποκαλύπτουν πολλά εξ
αυτών.Δεν εμπιστεύεται δε εκείνη την
περιοχή ούτε ποιμήν κατά το μεσημέρι,
λόγω του πατάγου που κάνουν τα φαντάσματα
(των Γιγάντων) που μαίνονται εντός της
γής…».
(Ηρωϊκός,
671).
Ο
Νόννος αποκαλεί τους Γίγαντες
«δρακοντοκόμους» (Διονυσιακά, Α.18-ΚΕ.87)
ή «εχιδνοκόμους» (Διονυσιακά, ΜΗ.49)-ότι,
δηλαδή, αντί μαλλιών είχαν σπείρες
οφιοειδών δρακόντων-«Γηγενείς
(=γεννημένους από την γή)» (Διονυσιακά,
ΚΕ.92-ΜΗ.32), «ελισσόμενο λαό της γης»
(Διονυσιακά, ΚΕ.93) και «οφιώδεις υιούς
της γής» (Διονυσιακά, ΚΕ.206).Επίσης,
αναφέρει ότι οι Γίγαντες είχαν συνολικά
«διακόσια χέρια»-ήσαν, δηλαδή, συνολικά
εκατό-και «πίεζαν δια των πολυλαίμων
κεφαλών τους τον αστερόεντα κύκλο (τον
ουράνιο θόλο)» (Διονυσιακά, ΚΕ.93-94), και
ότι εκατέρωθεν των ώμων τους «εξορμούσαν
ύδρες, πολύ μεγαλύτερες της Ιναχίας
ύδρας (της Λερναίας Ύδρας)», οι οποίες
«σύριζαν ακατάπαυστα στον αιθέρα, στην
γειτονιά των άστρων».(Διονυσιακά,
ΚΕ.207-210).Κατανομάζει δε άλλον έναν
Γίγαντα, τον Χθόνιο
(Διονυσιακά,
ΜΗ.21), ενώ αναφέρει τον Πέλωρο ως Πελωρέα
(Διονυσιακά, ΜΗ.39).
|
Στα
μωσαϊκά μίας Σικελικής έπαυλης του
4ου αιώνος μ.Χ. οι Γίγαντες απεικονίζονται
ελαφρώς διαφορετικά: Είναι ανδρόμορφοι
μέχρι και τα γόνατα και κάτωθεν αυτών
έχουν δύο σπείρες όφεων
|
Στο
Βυζαντινό Λεξικό
του Σουίδα (το
οποίο γράφτηκε κατά τον 10ο αιώνα και
βασίζεται κυρίως εις αρχαίες Ελληνικές
πηγές) αναφέρεται άλλος ένας Γίγας, ο
Αρισταίος: «Αρισταίος: Ένας εκ των
Γιγάντων, ο οποίος διεσώθη (από την
Γιγαντομαχία)…Λέγουν ότι διεσώθη (από
την Γιγαντομαχία) μόνο ο Γίγας Αρισταίος,
στο όρος της Σικελίας που ονομάζεται
Αίτνα.Και ούτε ουράνιο πυρ ήλθε εναντίον
του, ούτε τον πιέζει η Αίτνα»…«Αιτναίος
κάνθαρος (είδος σκαθαριού): O μέγας.Διότι
και το όρος (Αίτνα) είναι μέγα.Λέγουν
ότι διεσώθη (από την Γιγαντομαχία) μόνο
ο Γίγας Αρισταίος, και ούτε ουράνιο πυρ
ήλθε εναντίον του, ούτε τον πιέζει η
Αίτνα».Εξ αυτών των λημμάτων υποδηλώνεται
ότι ο Αρισταίος διεσώθη μεταμορφωθείς
από την Γαία εις Αίτναίο κάνθαρο.
Από
την προαναφερθείσα Αθηναϊκή αγγειογραφία
μαθαίνουμε άλλον έναν Γίγαντα, τον
Φοίτιο, ενώ από άλλες τρεις Αθηναϊκές
αγγειογραφίες της Κλασσικής εποχής
μαθαίνουμε άλλους επτά Γίγαντες: Τον
Παγκράτη, τον Ουρανίωνα, τον Εύφορβο,
τον Εύβοιο, τον Υπέρβιο, τον Αγασθένη
και τον Ευρύαλο. Πάντως, εις αυτά τα
αγγεία οι Γίγαντες απεικονίζονται όχι
ως ημιερπετοειδείς, αλλά ως ανθρωπόμορφοι
οπλίτες.Το ίδιο δε συμβαίνει και εις
όλες τις άλλες ευρεθείσες αγγειογραφίες
Φλεγραίων Γιγάντων.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΦΛΕΓΡΑΙΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ
H ονομασία
Γίγας (-αντος) προέρχεται από την λέξη
γή και η πρωταρχική σημασία της είναι
γηγενής (=γεννημένος από την γή),
δηλώνοντας ακριβώς την εκ της Γαίας
προέλευση των Γιγάντων, ενώ λόγω αυτών
κατέληξε να σημαίνει και γίγας, γιγάντιος,
ισχυρός.
Αλλά
και τα περισσότερα εκ των ονομάτων των
γνωστών Φλεγραίων Γιγάντων δεν είναι
καθόλου τυχαία, καθώς δηλώνουν, ή
υποδηλώνουν, ιδιότητες αυτών:
AΓΑΣΘΕΝΗΣ: Eίναι
σύνθετο, εκ των άγαν (=πολύ, πάρα πολύ,
πέραν του δέοντος) και σθένος (=σθένος,
ρώμη, δύναμις, ισχύς, ορμή αφθονία), και
σημαίνει «πολύ δυνατός, πολύ ισχυρός»,
δηλώνοντας την μεγάλη ισχύ του Αγασθένη.
ΑΓΡΙΟΣ:
Σημαίνει άγριος, δηλώνοντας την άγρια
φύση του Αγρίου.
ΑΛΚΥΟΝΕΥΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των αλκή (=ρώμη, δύναμις,
ισχύς, ανδρεία, τόλμη, προπύργιο, μάχη)
και όνειος (=ωφέλιμος, χρήσιμος), και
σημαίνει «ο ισχυρά ωφελών, βοηθών»,
δηλώνοντας την μεγάλη ισχύ του Αλκυονέως.
ΑΡΙΣΤΑΙΟΣ:
Προέρχεται από την λέξη άριστος
(=άριστος, κάλλιστος, ευγενής, εξέχων,
πρώτιστος, ανδρείος), και σημαίνει
άριστος, εξέχων, ανδρείος, δηλώνοντας
ότι ο Αρισταίος ήταν ένας εκ των
επιφανεστέρων Γιγάντων.
ΓΡΑΤΙΩΝ:
Προέρχεται από την λέξη γράσος (=δυσωδία)
και σημαίνει δυσώδης, υποδηλώνοντας
την μιαρή, βδελυρή φύση του Γρατίωνος.
ΔΑΜΥΣΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των δά (=γή-στα Δωρικά)
και μύσος (=μίασμα, βδέλυγμα, ακαθαρσία)
και σημαίνει «μίασμα, βδέλυγμα της
γής», δηλώνοντας την εκ της γής προέλευση
και την μιαρή, βδελυρή φύση του Δαμύσου.
ΕΓΚΕΛΑΔΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των εν (το οποίο εν
συνθέσει σημαίνει εντός, έχων, περιέχων,
κάπως, ενώπιον, εις βάρος) και κέλαδος
(=θόρυβος καταπίπτοντος ύδατος ή ανέμου,
θόρυβος, πάταγος, βοή, αλαλαγμός, κραυγή,
φωνή μαντείου), και σημαίνει «εσωτερικός
θόρυβος, πάταγος, βοή», δηλώνοντας το
αναφερόμενο από τους μύθους ότι ο
Εγκέλαδος προκαλεί τις εσωτερικές
βροντές της Αίτνας (η του Βεζουβίου).
ΕΜΦΥΤΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των εν και φυτός
(=βλαστήσας, φυτρώσας, γεννηθείς, ο εκ
φύσεως φυτρώσας, γεννηθείς), και σημαίνει
«ο εντός φυτρώσας, γεννηθείς, εμφυτευθείς,
έμφυτος», δηλώνοντας την έσωθεν, από
την γή γέννηση του Εμφύτου.
ΕΥΒΟΙΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των ευ (το οποίο εν
συνθέσει σημαίνει καλώς, ευτυχώς,
επιτυχώς, ορθώς, συνοποδηλώνοντας
αφθονία ή ευκολία) και βούς (=βόδι), και
σημαίνει «ο έχων καλές και άφθονες,
βοσκές, ευτραφής», υποδηλώνοντας το
μέγα μέγεθος του Ευβοίου.
ΕΥΡΥΑΛΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των ευρύς (=πλατύς,
ευρύχωρος, εκτεταμένος) και άλως
(=περιφέρεια, δίσκος του ηλίου ή της
σελήνης, περιφέρεια, αλώνι, φωλιά
πτηνού), και σημαίνει «ο έχων ευρεία
περιφέρεια», υποδηλώνοντας το μέγα
μέγεθος του Ευρυάλου.
ΕΥΡΥΤΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των ευ και ρυτός
(=ρέων, ρευστός, υγρός), και σημαίνει «ο
καλώς και αφθόνως ρέων», υποδηλώνοντας
ότι ο Εύρυτος είχε καλή και άφθονη ροή
ενέργειας, ητοι ισχυρό ενεργειακό πεδίο
και μεγάλη ισχύ.
ΕΥΦΟΡΒΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των ευ και φορβή
(=τροφή, βοσκή, χόρτο), και σημαίνει
ευτραφής, υποδηλώνοντας το μέγα μέγεθος
του Ευφόρβου.
ΕΦΙΑΛΤΗΣ:
Σημαίνει εφιάλτης, δηλώνοντας την
εφιαλτική, τρομακτική φύση του Εφιάλτη.
ΘΕΟΔΑΜΑΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των θεός και δαμάω
(=δαμάζω, καταβάλλω, κατατροπώνω,
εξημερώνω, θέτω υπό ζυγό, νικώ, υποτάσσω,
κατακτώ), και σημαίνει «ο δαμασθείς,
καταβληθείς, κατατροπωθείς από τους
θεούς», δηλώνοντας την κατατρόπωση του
Θεοδάμαντος από τους Ολυμπίους θεούς.
ΘΕΟΜΙΣΗΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των θεός και μίσος,
και σημαίνει θεομίσητος, δηλώνοντας
το μίσος και την εχθρότητα μεταξύ του
Θεομίση και των Ολυμπίων θεών.
ΘΟΩΝ:
Προέρχεται από την λέξη θοός (=ταχύς)
και σημαίνει το ίδιο με αυτή, δηλώνοντας
ότι ο Θόων ήταν ταχύς.
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των ίππος και λύω
(=λύνω, αποδεσμεύω, χαλαρώνω, αποζευγνύω,
απελευθερώνω, απαλλάσσω, λυτρώνω,
διαλύω, παραλύω, τελειώνω, καταργώ, δίνω
λύση, αναλύω, εκπληρώνω, εκτελώ, εξιλεώνω,
επανορθώνω), και σημαίνει «ο λύων, αφήνων
ελευθέρους τους ίππους». Δεδομένου δε
ότι στους Ελληνικούς μύθους ο ίππος
υποδηλώνει συχνά τον συνδυασμό μεγάλης
ταχύτητος, δυνάμεως και ορμής (π.χ. ο
Πήγασος, οι ίπποι του Αχιλλέως, Ξάνθος
και Βαλίος, οι ίπποι του άρματος του
Ηλίου κ.λ.π.), το όνομα του Ιππολύτου
υποδηλώνει ότι αυτός ήλεγχε και εξαπέλυε
κάποιου είδους ισχυρές και ορμητικές
ενεργειακές δυνάμεις.
ΚΛΥΤΙΟΣ:
Προέρχεται από την λέξη κλυτός (=ακουστός,
μεγαλόφωνος, ξακουστός, περίφημος,
διάσημος, ένδοξος, μεγαλοπρεπής,
σπουδαίος, θαυμαστός) και σημαίνει
ξακουστός, περίφημος, ένδοξος,
μεγαλοπρεπής, δηλώνοντας ότι ο Κλυτίος
ήταν ένας εκ των επιφανεστέρων Γιγάντων.
ΚΟΛΟΦΩΝΟΣ:
Προέρχεται από την λέξη κολοφών (=κορυφή,
ύψιστο σημείο, αποκορύφωμα, τέλος) και
σημαίνει κορυφαίος, δηλώνοντας ότι ο
Κολοφώνος ήταν ένας εκ των κορυφαίων
Γιγάντων.
ΛΕΩΝ:
Σημαίνει λέων, δηλώνοντας την ημιλεόντεια
μορφή του Λέοντος.
ΜΙΜΑΣ
(ή ΜΙΜΩΝ): Προέρχεται από την λέξη μίμος
(=μιμούμενος, υποκρινόμενος, υποδυόμενος,
μιμητική κωμωδία) και σημαίνει «ο
μιμούμενος», υποδηλώνοντας ότι ο Μίμας
είχε την ικανότητα να μιμείται μορφές,
ήτοι να μεταμορφώνεται.
ΜΟΡΦΙΟΣ:
Προέρχεται από την λέξη μορφή και
σημαίνει «ο των μορφών», υποδηλώνοντας
ότι ο Μόρφιος είχε την ικανότητα να
μεταμορφώνεται.
ΟΥΡΑΝΙΩΝ:
Σημαίνει ουράνιος, δηλώνοντας την εκ
του Ουρανού προέλευση του Ουρανίωνος.
ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των πάς (=όλος, ολόκληρος)
και κράτος (=δύναμις, ισχύς, εξουσία,
βία, κυριότης, υπεροχή), και σημαίνει
παντοδύναμος, πανίσχυρος, δηλώνοντας
την τεράστια ισχύ του Παγκράτη.
ΠΑΛΛΑΣ:
Προέρχεται από την λέξη πάλλω (=πάλλω,
σείω, κραδαίνω, τινάζω, περιστρέφω,
σείομαι, τρέμω, σκιρτώ, πηδώ, σπαρταρώ,
ανακατεύω κλήρους, λαμβάνω δια κλήρου,
αγωνιώ) και σημαίνει «ο πάλλων, κραδαίνων,
σείων», υποδηλώνοντας ότι ο Πάλλας είχε
παλμικά όπλα, βασιζόμενα εις κάποιου
είδους παλμική ενέργεια.
ΠΕΛΩΡΟΣ
(ή ΠΕΛΩΡΕΥΣ): Σημαίνει πελώριος, τερατώδης,
δηλώνοντας το τεράστιο μέγεθος και την
τερατώδη φύση του Πελώρου.
ΠΟΛΥΒΩΤΗΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των πολύς και βοτόν
(=βόσκημα, κτηνοτροφικό ζώο), και σημαίνει
πολύτροφος, υποδηλώνοντας την ευτροφία,
ήτοι το μέγα μέγεθος του Πολυβώτη.
ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ:
Προέρχεται από την λέξη πορφυρούς
(=σκουρόχρωμος, σκοτεινός, μαύρος,
βαθυέρυθρος, πορφυρός, ταραχώδης) και
σημαίνει ζοφερός, ταραχώδης, δηλώνοντας
την ζοφερή και ταραχώδη φύση του
Πορφυρίωνος.
ΡΟΙΚΟΣ:
Σημαίνει κυρτός, λοξός, ελικοειδής,
καμπύλος, δηλώνοντας την ελισσομένη
ημιερπετική φύση του Ροίκου.
ΥΠΕΡΒΙΟΣ:
Είναι σύνθετο, εκ των υπέρ (το οποίο εν
συνθέσει σημαίνει υπεράνω, πέραν,
υπερβολικά, υπερμέτρως, για, εξαιτίας)
και βία (=ρώμη, δύναμις, βία, βιαιότης),
και σημαίνει «υπερβολικά ισχυρός,
υπερβολικά βίαιος», δηλώνοντας την
τεράστια ισχύ και την βιαιοτάτη φύση
του Υπερβίου.
ΦΟΙΤΙΟΣ:
Προέρχεται από την λέξη φοιτάω
(=περιφέρομαι, περιφέρομαι μανιωδώς,
αγρίως, συχνάζω, φοιτώ, μεταφέρομαι,
εισάγομαι, εισπράττομαι, επανέρχομαι
περιοδικώς, επέρχομαι, διαδίδομαι,
θρυλούμαι) και σημαίνει «ο μανιωδώς,
αγρίως περιφερόμενος, μανιώδης»,
δηλώνοντας την άγρια και μανιώδη φύση
του Φοιτίου.
ΧΘΟΝΙΟΣ:
Σημαίνει χθόνιος, γήινος, προερχόμενος
από την γή, δηλώνοντας την χθόνια
προέλευση του Χθονίου.
Όσον
αφορά δε τα ονόματα Άβησος, Αλέμων,
Ελέντης, Εφφρακόρδων, Ιένιος και
Μεεφριάριος, η σημασία τους είναι
άγνωστη, αλλά πιθανώς αποτελούν παραφθορά
των πραγματικών ονομάτων αυτών των
Γιγάντων.
ΛΕΝΤΖΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ 2012
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ