ΟΙ ΥΠΟΧΘΟΝΙΟΙ ΚΙΜΜΕΡΙΟΙ-ΚΙΜΒΡΟΙ-ΑΓΓΛΟΣΑΞΟΝΕΣ
1.ΟΙ
ΜΥΘΙΚΟΙ ΚΙΜΜΕΡΙΟΙ
Ο Όμηρος εις την ραψωδία λ της Οδυσσείας (Νέκυια), όπου περιγράφει την κάθοδο του Οδυσσέως εις τον Άδη, αναφέρεται εις έναν μυστηριώδη λαό, πλησίον του Άδη:
«Η δέ έφθασε εις τα πέρατα του βαθυρρόου Ωκεανού. Εκεί δε είναι ο δήμος και η πόλη των Κιμμερίων ανδρών, οι οποίοι είναι κεκαλυμμένοι με αέρα και νεφέλη. Πότε αυτούς δεν τους βλέπουν οι ακτίνες του φαέθοντος ηλίου, ούτε όταν ανεβαίνει προς τον αστερόεντα ουρανό, ούτε όταν από τα ύψη του ουρανού τρέπεται προς την γαία, αλλά ολέθρια νύκτα σκεπάζει τους δειλούς βροτούς» (Ομήρου Οδύσσεια Λ.13-19).
Ο Όμηρος εις την ραψωδία λ της Οδυσσείας (Νέκυια), όπου περιγράφει την κάθοδο του Οδυσσέως εις τον Άδη, αναφέρεται εις έναν μυστηριώδη λαό, πλησίον του Άδη:
«Η δέ έφθασε εις τα πέρατα του βαθυρρόου Ωκεανού. Εκεί δε είναι ο δήμος και η πόλη των Κιμμερίων ανδρών, οι οποίοι είναι κεκαλυμμένοι με αέρα και νεφέλη. Πότε αυτούς δεν τους βλέπουν οι ακτίνες του φαέθοντος ηλίου, ούτε όταν ανεβαίνει προς τον αστερόεντα ουρανό, ούτε όταν από τα ύψη του ουρανού τρέπεται προς την γαία, αλλά ολέθρια νύκτα σκεπάζει τους δειλούς βροτούς» (Ομήρου Οδύσσεια Λ.13-19).
Αμέσως
μετά τους Κιμμερίους, αναφέρεται ότι,
ο Οδυσσεύς φθάνει εις τον Άδη.
Και εις τα Αργοναυτικά των Ορφικών, κατά την περιγραφή της επιστροφής των Αργοναυτών από την Κολχίδα, αναφέρονται οι μυστηριώδεις Κιμμέριοι:
«’Επειτα δέ, επάγοντες το ταχύ πλοίο φθάνουμε εις τους Κιμμερίους, οι οποίοι είναι οι μόνοι στερημένοι της αίγλης του πυριδρόμου ηλίου» (Αργοναυτικά Ορφικών, 1126-1128).
Και εις τα Αργοναυτικά των Ορφικών, κατά την περιγραφή της επιστροφής των Αργοναυτών από την Κολχίδα, αναφέρονται οι μυστηριώδεις Κιμμέριοι:
«’Επειτα δέ, επάγοντες το ταχύ πλοίο φθάνουμε εις τους Κιμμερίους, οι οποίοι είναι οι μόνοι στερημένοι της αίγλης του πυριδρόμου ηλίου» (Αργοναυτικά Ορφικών, 1126-1128).
Αμέσως
μετά τους Κιμμερίους τα Αργοναυτικά
περιγράφουν περιοχές του ‘Αδη:Τον
κρυερό Αχέροντα, τις άρρηκτες πύλες του
Άδη, τον δήμο ονείρων κ.λ.π.
Ετυμολογικώς, το όνομα «Κιμμέριοι», κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από το κάμμερος ή κέμμερος=αχλύς, ομίχλη.
Ετυμολογικώς, το όνομα «Κιμμέριοι», κατά τον Ησύχιο, προέρχεται από το κάμμερος ή κέμμερος=αχλύς, ομίχλη.
Οι
Κιμμέριοι λοιπόν είναι οι ομιχλώδεις,
ζοφώδεις, σκοτεινοί, και το όνομά τους
δηλώνει ακριβώς τα αναφερόμένα παρά
της Οδυσσείας και των Αργοναυτικών ότι,
στερούνται παντελώς του ηλιακού φωτός.
Οι Κιμμέριοι δύνανται να ερμηνευθούν
και ως «νεφελώδεις»
που σχετίζεται με τους σατανικού
«νεφελίμ»
της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και με το
«Νεφελχάϊμ»
την ονομασία του σκοτεινού, υποχθονίου
κόσμου των νεκρών εις την Σκανδιναβική
μυθολογία.
Η αιτία που οι Κιμμέριοι
στερούνται παντελώς του ηλιακού φωτός,
είναι ότι, ευρίσκονται
εις την είσοδο του Άδου, του υποχθονίου
κόσμου των νεκρών.
Δηλαδή,
οι Κιμμέριοι είναι υποχθόνια όντα, αφού
εις την επιφάνεια της χθονός πάντα
φθάνει το ηλιακό φώς.
Ο υποχθόνιος κόσμος
του Άδου έχει διάφορες εισόδους εις την
επιφάνεια της χθονός και προφανώς τόσο
ο Οδυσσεύς, όσο και οι Αργοναύτες έφθασσν
εις κάποια υποχθόνια πύλη, όπου ήσαν οι
υποχθόνιοι Κιμμέριοι.
Κατά την Οδύσσεια
η περιοχή αυτή ήταν εις τα πέρατα του
βαθυρρόου Ωκεανού.
Από την όλη περιγραφή
του πλού του Οδυσσέως είναι σαφές ότι,
έγινε εις τον Βόρειο (Β. Ατλαντικό και
Αρκτικό) Ωκεανό και επομένως κάπου εκεί
ήταν και η πύλη από όπου εισήλθε εις τον
Άδη.
Και από τα Αργοναυτικά των Ορφικών επιβαιώνεται ότι, οι Κιμμέριοι ευρίσκοντο εις κάποια υποχθόνια πύλη του Βορείου ωκεανού: Οι Αργοναύτες έφθασαν εις την χώρα των Κιμμερίων, μετά την φυγή τους από την Κολχίδα, ως εξής: Πρώτα διέσχισαν τις Σκυθικές περιοχές, δηλαδή την σημερινή Ρωσία περνώντας από διαφόρους λαούς: Σκύθες, Γελωνούς, Σαυρομάτες, Αριμασπούς, Πακτούς Αρκτείους κ.λ.π.
Και από τα Αργοναυτικά των Ορφικών επιβαιώνεται ότι, οι Κιμμέριοι ευρίσκοντο εις κάποια υποχθόνια πύλη του Βορείου ωκεανού: Οι Αργοναύτες έφθασαν εις την χώρα των Κιμμερίων, μετά την φυγή τους από την Κολχίδα, ως εξής: Πρώτα διέσχισαν τις Σκυθικές περιοχές, δηλαδή την σημερινή Ρωσία περνώντας από διαφόρους λαούς: Σκύθες, Γελωνούς, Σαυρομάτες, Αριμασπούς, Πακτούς Αρκτείους κ.λ.π.
Τελικά, η
Αργώ «έπεσε
εις τον Ωκεανό, τον οποίον οι Υπερβόρειοι
μέροπες καλούν Κρόνιο πόντο και νεκρή
θάλασσα» (Αργοναυτικά
Ορφικών, 1084).
Η Υπερβόρεια νεκρή θάλασσα
εις την οποία έφθασαν οι Αργοναύτες
διασχίζοντες την Ρωσία, είναι σαφώς ο
παγωμένος Αρκτικός ωκεανός.
Στην συνέχεια
οι Αργοναύτες έφθασαν εις «Ελίκης
και Τηθύος έσχατον ύδωρ» (Αργοναυτικά
Ορφικών, 1109).
Η Ελίκη=ελισσομένη, είναι
ονομασία των αστερισμών της Μεγάλης
και Μικρής Άρκτου, που ελίσσονται πέριξ
του Βορείου Πόλου.
Επομένως, οι Αργοναύτες
έφθασαν εις τον Βόρειο Πολο, όπου είναι
το έσχατο ύδωρ και τα πέρατα του βαθυρρόου
ωκεανού, δηλαδή το τέλος του Αρκτικού
ωκεανού.
Συνεχίζοντες οι Αργοναύτες (Αργοναυτικά Ορφικών, 1111-1123) έφθασαν εις τους Μακροβίους, οι οποίοι ζούσαν επί χιλιάδες έτη, με συνεχή νεότητα και απόλυτη ευδαιμονία.
Συνεχίζοντες οι Αργοναύτες (Αργοναυτικά Ορφικών, 1111-1123) έφθασαν εις τους Μακροβίους, οι οποίοι ζούσαν επί χιλιάδες έτη, με συνεχή νεότητα και απόλυτη ευδαιμονία.
Οι
Μακρόβιοι είναι ο μυστηριώδης λαός των
Υπερβορείων, εις τον οποίο πήγαινε συχνά
ο Θεός Απόλλων και δια τούτο έχει και
την προσωνυμία Υπερβόρειος.
Οι Υπερβόρειοι
αναφέρονται και από πολλές άλλες αρχαίες
πηγές (Ηρόδοτος, Διόδωρος, Παυσανίας,
Πίνδαρος, Εκαταίος Αβδηρίτης κ.λ.π.) ως
ο υπεράνθρωπος και μακάριος λαός του
Απόλλωνος, όπου δεν δύνανται να φθάσουν
οι θνητοί, ενώ μερικοί Υπερβόρειοι, όπως
π.χ.
ο Άβαρις είχαν φθάσει με μυστηριώδη
τρόπο εις την Ελλάδα.
Δεν είναι επί του
παρόντος να ερμηνευθεί ο μύθος των
Υπερβορείων, όμως συνοπτικώς, οι
Υπερβόρειοι δεν είναι χθόνιος λαός,
αλλά ουράνιος, όπως και το όνομα τους
σημαίνει: Υπέρ-βόρειοι=οι πάνω από τον
Βορρά.
Προφανώς , εγγύς του Βορείου Πόλου
υπάρχει μία θετική χωροχρονική πύλη,
από την οποία μόνο οι επιλεγμένοι και
μυημένοι δύνανται να ανέλθουν εις τον
αστρικό ή ίσως και εξωδιαστατικό κόσμο
των Υπερβορείων.
Αμέσως μετά τους Υπερβορείους, οι Αργοναύτες έφθασαν εις τους ζοφώδεις Κιμμερίους.
Προφανώς, εγγύς του Βορείου Πόλου υπάρχει
και άλλη μία αρνητική, ενεργειακή ή
γεωφυσική πύλη, η οποία οδηγεί εις τον
σκοτεινό υποχθόνιο κόσμο και εις αυτή
κατοικοόσαν οι υποχθόνιοι Κιμμέριοι.
Πράγματι, πλήθος μαρτυρίων και στοιχείων
της θεωρίας περί της «κούφιας ή κοίλης
γής» επιβεβαιώνουν ότι, υπάρχει ένας
τεράστιος δίαυλος επικοινωνίας του
επιχθονίου και υποχθονίου κόσμου, εγγύς
του Βορείου Πόλου, από όπου ανήρχοντο
και συνεχίζουν να ανέρχονται εις τον
κόσμο μας υποχθόνια όντα, μεταξύ των
οποίων και ο λαός των Κιμμερίων.
«Θα καταδυθούμε στις μαύρες αβύσσους, στο λημέρι των αβυσσαίων, όπου θα ζήσουμε μέσα σε δόξα και θαύματα για πάντα» (Χ.Φ.Λάβκραφτ, Σκιά πάνω από το Ίνσμουθ).
«Θα καταδυθούμε στις μαύρες αβύσσους, στο λημέρι των αβυσσαίων, όπου θα ζήσουμε μέσα σε δόξα και θαύματα για πάντα» (Χ.Φ.Λάβκραφτ, Σκιά πάνω από το Ίνσμουθ).
2.ΟΙ
ΑΛΛΟΚΟΤΟΙ ΚΑΙ ΘΗΡΙΩΔΕΙΣ ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΣΚΥΘΙΑΣ
Η
πλησίον του Βορείου ωκεανού απέραντη
περιοχή της Σκυθίας, δηλαδή η σημερινή
Ρωσία, από τον Αρκτικό ωκεανό έως τον
Καύκασο και τον Εύξεινο Πόντο ήταν και
είναι ο πλέον πρόσφορος τόπος δια την
έξοδο υποχθονίων όντων από την υποχθόνια
πύλη του Βορείου Πόλου.
Και πράγματι
τούτο επιβεβαιώνεται εκ πολλών αρχαίων
μαρτυριών δια αλλοκότους και θηριώδεις
λαούς της Σκυθίας με ομιχλώδη καταγωγή.
Η κύρια πηγή είναι ο μέγας αρχαίος
ιστορικός Ηρόδοτος, ο οποίος είχε
συλλέξει σημαντικότατες πληροφορίες
δια τους λαούς της Σκυθία, τόσο από τους
ιθαγενείς της Σκυθίας, όσο και από τους
Έλληνες αποίκους του Ευξείνου Πόντου.
Οι
πρώτες σημαντικές πληροφορίες του
Ηροδότου αφορούν την καταγωγή των
Σκυθικών λαών κατά την εκδοχή των Ελλήνων
αποίκων της περιοχής (Δ.8-10): Ο Ηρακλής
μετά την επιστροφή του από την νήσο του
Γηρυόνη Ερύθεια, έφθασε εις την Σκυθία,
όπου εχάθησαν οι ίπποι του και αναζητώντας
τους ο Ηρακλής, κατέληξε εις την Σκυθική
περιοχή της Υλαίας, εις την σημερινή
Νότιο Ουκρανία. Εκεί, ο Ηρακλής συνάντησε
εις ένα σπήλαιο ένα αλλλόκοτο όν: «κάποια
μισοπάρθενο, διφυή έχιδνα, της οποίας
το σώμα άνω των γλουτών ήταν γυναικός,
και από κάτω όφεως» (Δ.9.).
Η έχιδνα αυτή είχε ανεύρει τους πλανωμένους
ίππους του Ηρακλέους και δια να τους
επιστρέψη τον υποχρέωσε να συνευρεθή
μαζί της.
Από την αλλόκοτη αυτή ένωση
εγεννήθησαν τρείς υιοί, ο Αγάθυρσος, ο
Γελωνός και ο Σκύθης, οι έγιναν οι
γενάρχες των ομωνύμων λαών. Μάλιστα,
από τον Σκύθη προήλθε το γένος των
βασιλέων των Σκυθών μέχρι και την εποχή
του Ηροδότου.
Εις
σχετική υποσημείωση των εκδόσεων
Πάπυρος, επισημαίνεται ότι, η ανωτέρω
διφυής έχιδνα πιθανόν αναπαριστά την
υπερτάτη χθόνια θεότητα των Κιμμερίων
λαών.
Κατά την ιστορική πλέον εποχή, οι
Κιμμέριοι αρχικώς κατοικούσαν εις την
σημερινή νότιο Ουκρανία, ακριβώς δηλαδή
εις την περιοχή του αλλοκότου αυτού
όντος, το οποίο και ελάτρευαν.
Αυτό το
όν λοιπόν δηλώνει την καταγωγή των
Κιμμερίων, ότι δηλαδή προήλθαν εξ
υποχθονίων ερπετοειδών όντων, τα οποία
εξήλθαν εις την Σκυθία από τις βόρειες
υποχθόνιες πύλες.
Οι ερπετοειδείς αυτοί
ανεμίχθησαν με βάρβαρες ανθρώπινες
φυλές της περιοχής και ούτως προέκυψαν
μικτές ανθρωοποερπετικές φυλές.
Δια
τούτο και ο Ηρόδοτος αποκαλεί το όν αυτό
έχιδνα, συνδέοντάς το με την Έχιδνα της
Ελληνικής μυθολογίας, που ήταν κατά το
ήμισυ γυναίκα και κατά το έτερο ήμισυ
δράκαινα και που εγέννησε με τον επίσης
διφυή άνδρα-δράκοντα Τυφώνα αρκετά
φρικτά δρακοειδή όντα.
Αυτές
οι διφυείς ερπετοειδείς φυλές
που συμβολίζονται με την έχιδνα που
συνάντησε ο Ηρακλής ανεμίχθησαν περαιτέρω
με ανθρώπινες φυλές που συμβολίζονται
με τον Ηρακλή, με βία ή τεχνάσματα όπως
υποδηλώνει η ανωτέρω διήγησις και ούτως
προέκυψαν οι νέες Σκυθικές φυλές.
Οι
νέες αυτές φυλές ήσαν ως επί της πλείστον
ανθρωποφαινότυπες, αλλά όμως ως προς
την καταγωγή κατά μεγαλύτερο ή μικρότερο
βαθμό υποχθόνιες και δρακογόνες.
Η
μίξις αυτή μεταξύ ανθρώπων και
δρακοειδών-ερπετοειδών έγινε πιθανόν
με διαφόρους τρόπους:
Αρχικώς τα
υποχθόνια δρακοειδή όντα με κάποια
γενετικά πειράματα μίξεως ανθρωπίνου
και δρακοντείου-ερπετικού γενετικού
υλικού εδημιούργησαν μικτά ανθρωποερπετικά
όντα, τα οποία εις την συνέχεια ανεμίχθησαν
με απευθείας συνουσία με ανθρώπινα
όντα, δια να προκύψουν πλεόν οι
ανθρωποφαινότυπες-δρακογόνες φυλές.
Οι
ανωτέρω επιμιξίες έγιναν κυρίως με τα
ηγεμονικά γένη των βαρβάρων ανθρωπίνων
φυλών και ούτως προέκυψαν οι δρακόντειοι
βασιλικοί και αριστοκρατικοί οίκοι,
λατρευόμενοι ως υιοί των
"θεών"
δρακόντων και επιβάλλοντες ανθρωποθυσίες
προς τιμή τους, εις τους ηλιθίους
βαρβαρικούς όχλους. Ούτως, μερικά
ολιγάριθμα δρακόντεια γένη εξουσίαζαν
πολυαρίθμους λαούς και απέραντες
εκτάσεις της Σκυθίας.
Τα
ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τις
αρχαίες αναφορές δια τον μυστηριώδη
λαό των Σαυροματών.
Το όνομα Σαυρο-μάτες
σημαίνει οι έχοντες μάτια σαύρας, δηλαδή
μάτια όχι με στρογγυλή κόρη όπως οι
άνθρωποι, αλλά με κάθετη κόρη όπως οι
σαύρες, οι όφεις και γενικώς τα ερπετά.
Κατά τον Ηρόδοτο (Δ.21) οι Σαυρομάτες
κατοικούσαν ανατολικώς του Τανάϊδος
ποταμού (σημερινού Ντόν), δηλαδή εις την
σημερινή Ν.Α. Ρωσία, μεταξύ Καυκάσου,
Κασπίας και Ευξείνου Πόντου. Και ο
Παυσανίας (Αττικά, 21.5-6) αναφέρει ότι,
είδε πλησίον της Ακροπόλεως των Αθηνών,
περί τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνος, έναν
αφιερωμένο Σαυροματικό θώρακα και ότι,
οι Σαυρομάτες έφτιαχναν τους θώρακές
τους από οπλές ίππων, ώστε έμοιαζαν με
δέρμα δράκοντος: «ποιούν
από αυτές παρεμφερή με φολίδες δρακόντων».
Επίσης, αναφέρει δια τους Σαυρομάτες: «διότι
είναι πάρα πολύ άμικτοι των εκεί
βαρβάρων».
Επομένως,
οι δρακογόνοι Σαυρομάτες δεν ανεμιγνύοντο
πλέον κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα με άλλους
λαούς, προφανώς δια να διατηρήσουν όσο
το δυνατόν καθαρότερη την δρακοειδή
καταγωγή τους.
Ήσαν πλέον με εξαίρεση
τους οφθαλμούς τους ανθρωποφαινότυποι,
αλλά εχρησιμοποιούσαν θώρακες που
έμοιαζαν με φολιδωτό δέρμα δράκοντος,
δια να μοιάζουν εις τους δρακοειδείς
προγόνους τους.
Την εποχή εκείνη οι
Σαυρομάτες είχαν κατακτήσει τις πρώην
Σκυθικές περιοχές και εκ παραφθοράς
του ονόματός τους απεκαλούντο και
Σαρμάτες, χωριζόμενοι εις τρεις κύριες
ομάδες: Τους Αλανούς εις την αρχική
κοιτίδα τους εις την Ν.Α. Ρωσία, τους
Βασιλείους και τους Ιάζυγες εις την
Ουκρανία.
Οι Βασίλειοι και οι Ιάζυγες
που κατοικούσαν εις την πρώην Σκυθική
Ουκρανία είχαν προφανώς αναμιχθεί με
τους Σκυθικούς λαούς και είχε εξαλειφθεί
εις μεγάλο βαθμό η δρακοειδής καταγωγή
τους.
Αντιθέτως,
οι
Αλανοί, ως ζώντες εις την αρχική
Σαυροματική κοιτίδα πλησίον του Καυκάσου,
είναι προφανώς οι άμμικτοι Σαυρομάτες
που αναφέρει ο Παυσανίας.
Βεβαίως
κατά τους επομένως αιώνες και οι Αλανοί
ανεμίχθησαν με άλλους λαούς και σήμερα
πλέον άμεσοι απόγονοί τους είναι οι
Οσσετοί του Καυκάσου.
Ίσως δηλαδή, δεν
είναι τυχαίος ο ρόλος των απογόνων των
Σαυροματών Οσσετών εις την μεγάλη
αναστάτωση που επικρατεί εξαιτίας τους
εις την περιοχή του Καυκάσου.
Ένας
άλλος αλλόκοτος λαός της Σκυθίας ήσαν
οι Νευροί,
οι οποίοι κατοικούσαν αρχικώς εις την
βορειοδυτική Ουκρανία και εν συνεχεία
μετανάστευσαν εις την Κ.Α. Ρωσία.
Αυτοί
κατά τον Ηρόδοτο (Δ.105, Εκδόσεις Πάπυρος),
εθεωρούντο μάγοι, διότι καθώς έλεγαν
οι Σκύθες και οι Έλληνες άποικοι: «Μία
φορά το έτος, έκαστος των Νευρών γίνεται
λύκος δια ολίγες ημέρες και πάλι
επιστρέφει εις την προηγουμένη του
κατάσταση».
Οι
Νευροί δηλαδή ήσαν λυκάνθρωποι και ίσως
δεν είναι καθόλου τυχαίοι οι μεταγενέστεροι
θρύλοι περί λυκανθρώπων, ιδίως εις τις
χώρες της ανατολικής Ευρώπης, πλησίον
δηλαδή της αρχαίας κατοικίας των Νευρών.
Επίσης,
εις μία έρημο χώρα της Β. Σκυθίας (σημερινή
νότια και κεντρική Ρωσία) κατοικούσε ο
άγριος και νομαδικός λαός των Ανδροφάγων,
οι οποίοι είχαν τα αγριώτατα ήθη από
όλους τους ανθρώπους, χωρίς δίκαιο και
νόμους και επιπλέον ήσαν ανθρωποφάγοι
(Ηρόδοτος, Δ.106).
Το έθνος αυτό ήταν «ιδιαίτερο
και ουδαμώς Σκυθικό» (Ηρόδοτος,
Δ.18), ίσως αμέσου υποχθονίας καταγωγής,
καθώς ήταν το βορειότερο έθνος της
περιοχής και επομένως το εγγύτερο εις
την βόρειο ωκεανό.
Αγριώτατος
λαός ήσαν και οι
Ταύροι,
οι οποίοι ζούσαν αποκλειστικώς από
πολέμους και λεηλασίες, κατοικούντες
εις την Ταυρική χερσόνησο, δηλαδή την
σημερινή Κριμαία. Εις τους Ταύρους είχαν
φθάσει ο Ορέστης και η Ιφιγένεια κατά
την ηρωϊκή εποχή, οι οποίοι εθυσίαζαν
τους ξένους που έφθαναν εις την χώρα
τους.
Το έθιμο τούτο συνέχιζαν και επί
της εποχής του Ηροδότου, θυσιάζοντες
τους ναυαγούς και εκ των Ελληνων όσους
συνελάμβαναν και εις τα ανοικτά της
θαλάσσης.
Επισης, οι Ταύροι αποκεφάλιζαν
τους αιχμαλώτους πολέμου και έστηναν
τις κοπείσες κεφαλές άνωθεν των οικιών
τους. Οι Ταύροι αποκαλούσαν την θεότητα
εις την οποία εθυσίαζαν τα θύματά τους,
κατά μέν την εποχή της Ιφιγένειας παρθένο
Αρτέμιδα, κατά δε την εποχή του Ηροδότου
παρθένο Ιφιγένεια.
Ασφαλώς, όμως αυτές
οι βάρβαρες τελετές ουδεμία σχέση είχαν
με την φωτεινή Αρτέμιδα των Ελλήνων,
την κόρη του Ζηνός και αδελφή του Θεού
του Φωτός Απόλλωνος. Εις την πραγματικότητα,
δεδομένου ότι, η χώρα των Ταύρων ήταν
εντός της επικράτειας των Κιμμερίων
(Ν. Ουκρανία), είναι πιθανότατο ότι, η
δαιμονική παρθένος θεά των Ταύρων
ταυτίζεται με την ανωτέρω αναφερομένη
μισοπάρθενο έχιδνα, δηλαδή την υπερτάτη
χθόνια θεότητα των Κιμμερίων.
Οι
αναφορές δια τους ανωτέρω θηριώδεις
και αλλοκότους λαούς, αποδεικνύουν ότι,
οι Κιμμέριοι ως κατοικούντες, εις την
σημερινή νότια Ουκρανία, εγγύς του
Καυκάσου, ήσαν πράγματι ένας αλλόκοτος,
υποχθόνιος λαός.
Τούτο, επιβεβαιώνεται
ρητώς και από την αναφορά του Πολυαίνου
( Στρατηγήματα, Ζ.2.Αλυάττης) ότι, οι
εισβολείς εις την Μικρά Ασία Κιμμέριοι,
είχαν «αλλόκοτα
και θηριώδη σώματα».
Εκτός
από την εγγύτητα της Σκυθίας προς τον
βόρειο ωκεανό, ένας άλλος δρόμος
διελεύσεως των υποχθονίων όντων, ήσαν
και οι υποχοθόνιες πύλες της περιοχής
του Καυκάσου, όπου κατά πολλές αρχαίες
και μεσιωνικές, αναφορές ο
Μέγας Αλέξανδρος εφυλάκισε τα ανερχόμενα
υποχθόνια όντα.
Τούτο
υποδηλώνουν και οι περί της Αργοναυτικής
εκστρατείας μύθοι, εις τους οποίους
μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι, εις την
Κολχίδα του Καυκάσου ή άλλως ονομαζόμενη
κυτηϊδα αία=κοίλη γή, οι Αργοναύτες
αντιμέτωπισαν τους δρακογενείς εκ της
χθονός αναφυομένους σπαρτούς και τον
φοβερό φύλακα δράκοντα του χρυσομάλλου
δέρατος.
Η ευρυτέρα περιοχή του Καυκάσου (μεταξύ Κριμαίας και Κασπίας) έχει λοιπόν μεγίστη γεωπολιτική σημασία, όχι μόνο δια τους ενεργειακούς πόρους της, αλλά ακόμη μεγαλύτερη και ως μία τεραστία πύλη μεταξύ επιχθονίου και υποχθονίου κόσμου.
Η ευρυτέρα περιοχή του Καυκάσου (μεταξύ Κριμαίας και Κασπίας) έχει λοιπόν μεγίστη γεωπολιτική σημασία, όχι μόνο δια τους ενεργειακούς πόρους της, αλλά ακόμη μεγαλύτερη και ως μία τεραστία πύλη μεταξύ επιχθονίου και υποχθονίου κόσμου.
Και ίσως ο δεύτερος λόγος είναι
ο κυριότερος δια τους λυσσώδεις πολέμους
που έχουν γίνει δια τον έλεγχο του
Καυκάσου.
Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι, κατά την Γερμανική εισβολή εις την Σοβιετική Ένωση το 1941, ο Χίτλερ, όντας γνώστης πολλών αποκρύφων μυστικών, επέμενε περιέργως να στραφή το κύριο βάρος της Γερμανικής προελάσεως προς την Κριμαία και τον Καύκασο και όχι προς την Σοβιετική πρωτεύουσα Μόσχα .
Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι, κατά την Γερμανική εισβολή εις την Σοβιετική Ένωση το 1941, ο Χίτλερ, όντας γνώστης πολλών αποκρύφων μυστικών, επέμενε περιέργως να στραφή το κύριο βάρος της Γερμανικής προελάσεως προς την Κριμαία και τον Καύκασο και όχι προς την Σοβιετική πρωτεύουσα Μόσχα .
3.Η
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ Β.
ΕΥΞΕΙΝΟ ΠΟΝΤΟ ΚΑΙ Η ΥΠΟ ΤΩΝ ΣΚΥΘΩΝ
ΕΚΔΙΩΞΙΣ ΤΟΥΣ
Εις
κάποιο απροσδιόριστο χρονικό σημείο
της πρωϊμου ιστορικής εποχής και σίγουρα
μετά την μετάβαση του Ορέστη εις την
Ταυρική και το τέλος της ηρωϊκής εποχής,
οι Κιμμέριοι κυριάρχησαν εις την νότιο
Σκυθία πέριξ του βορείου Ευξείνου
Πόντου.
Η κυριαρχία των Κιμμερίων εις
τη περιοχή αυτή αποδεικνύεται από
διάφορα τοπωνύμια της περιοχής τα οποία
διεσώζοντο μέχρι τουλάχιστον την Ρωμαϊκή
εποχή:
«Και τώρα είναι μέν εις την Σκυθική Κιμμέρια τείχη, είναι δε πορθμεία Κιμμέρια, είναι δέ και χώρα με όνομα Κιμμερία, είναι δέ ο καλούμενος Βόσπορος Κιμμέριος» (Ηρόδοτος, Δ.12).
«Το δέ Κιμμερικό ήταν πρίν πόλη ιδρυμένη επί χερσονήσου, κλείουσα τον ισθμό με τάφρο και χώμα.Εκέκτηντο δε κάποτε οι Κιμμέριοι μεγάλη δύναμη εις τον Βόσπορο, δια τούτο και ονομάσθηκε Κιμμερικός Βόσπορος» (Στράβων,11.2.5).
«Και τώρα είναι μέν εις την Σκυθική Κιμμέρια τείχη, είναι δε πορθμεία Κιμμέρια, είναι δέ και χώρα με όνομα Κιμμερία, είναι δέ ο καλούμενος Βόσπορος Κιμμέριος» (Ηρόδοτος, Δ.12).
«Το δέ Κιμμερικό ήταν πρίν πόλη ιδρυμένη επί χερσονήσου, κλείουσα τον ισθμό με τάφρο και χώμα.Εκέκτηντο δε κάποτε οι Κιμμέριοι μεγάλη δύναμη εις τον Βόσπορο, δια τούτο και ονομάσθηκε Κιμμερικός Βόσπορος» (Στράβων,11.2.5).
Ο
Κιμμέριος Βόσπορος είναι ο σημερινός
πορθμός του Κέρτς, μεταξύ της χερσονήσου
της Κριμαίας και του Κουμπάν της Ν.Α.
Ρωσίας. Αλλά και η πρώην Ταυρική χερσόνησος
ονομάσθηκε Κριμαία εκ παραφθοράς του
Κιμμερία.
Η
χερσόνησος της Κριμαίας ήταν, όχι τυχαία,
το κέντρο του ισχυροτάτου κράτους των
Κιμμερίων, λόγω της μεγάλης γεωπολιτικής
σημασίας της, επιχθονίου, υποχθονίου,
αλλά ίσως ακόμη και ουρανίας, αν
συσχετισθεί η Ταυρική χερσόνησος με
τον αστερισμό του Ταύρου.
Αρκεί δέ μία
απλή ιστορική αναδρομή δια να διαπιστωθή
η διαρκής γεωπολιτική σημασία της
Κριμαίας από την εποχή των Κιμμερίων
έως και σήμερα:
1.Κατά την υστέρα κλασσική και ελληνιστική αρχαία εποχή η Κριμαία ήταν τμήμα του Ελληνικού βασιλείου του Κιμμερίου Βοσπόρου και αποτελούσε την εμπορική πύλη μεταξύ των Σκυθικών και των Μεσογειακών χωρών.
1.Κατά την υστέρα κλασσική και ελληνιστική αρχαία εποχή η Κριμαία ήταν τμήμα του Ελληνικού βασιλείου του Κιμμερίου Βοσπόρου και αποτελούσε την εμπορική πύλη μεταξύ των Σκυθικών και των Μεσογειακών χωρών.
2.Κατά τον 3ο και 4ο μ.Χ. αιώνα ήταν το κέντρο του κράτους των Γοτθικών φυλών και ορμητήριο των φοβερών επιδρομών τους προς την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
3.Από τον 7ο έως τον 10ο μ.Χ. αιώνα ήταν το εμπορικό κέντρου του κράτους των Χαζάρων (και αυτοί υποχθονίας καταγωγής όπως οι Κιμμέριοι).
4.Από τον 15ο έως και τον 18ο μ.Χ. αιώνα οι Ρώσοι διεξήγαγαν σκληρούς πολέμους δια την κατάληψη της Κριμαίας, η οποία αποτελούσε το υπό Οθωμανική επικυριαρχία χανάτο των Τατάρων της Κριμαίας.
Η οριστική
κατάληψις της Κριμαίας απετέλεσε το
εφαλτήριο της Ρωσικής ναυτικής κυριαρχίας
εις τον Εύξεινο Πόντο και της προσπαθείας
καθόδου εις την Μεσόγειο θάλασσα.
5.Μεταξύ του 1854-1856 διεξήχθη ο Κριμαϊκός πόλεμος, κατά τον οποίο οι συνασπισμένοι Άγγλοι (απόγονοι των Κιμμερίων) και Γάλλοι, επιτέθηκαν εις την Κριμαία, ακριβώς δια να ανακόψουν την δι’αυτής κάθοδο των Ρώσων εις την Μεσόγειο θάλασσα.
6.Κατά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο οι Γερμανοί και οι Σοβιετικοί διεξήγαγαν φοβερές μάχες δια την κατοχή της Κριμαίας, την οποία ο ίδιος ο Χίτλερ θεωρούσε το κλειδί δια την επί του Ευξείνου Πόντου κυριαρχία.
7.Και σήμερα η γεωπολιτική σημασία της Κριμαίας είναι τεραστία, καθώς μάλιστα εις την Σεβαστούπολη της Κριμαίας είναι ο κύριος ναύσταθμος του πανισχύρου Ρωσικού στόλου του Ευξείνου Πόντου.
Η
κυριαρχία των Κιμμερίων εις την ανωτέρω
περιοχή έληξε με την επίθεση των Σκυθών,
την οποία περιγράφει ο Ηρόδοτος
(Δ.11.):
Οι νομάδες Σκύθες της Ασίας, πιεζόμενοι με πόλεμο από τους Μασσαγέτες, διέβησαν τον ποταμό Αράξη (σημερινό Βόλγα) και εισέβαλαν εις την χώρα των Κιμμερίων. Πληροφορηθέντες οι Κιμμέριοι την Σκυθική επιδρομή, συνεδρίασαν δια το τι έπρεπε να πράξουν και υπήρξαν δύο αντίθετες γνώμες.
Οι νομάδες Σκύθες της Ασίας, πιεζόμενοι με πόλεμο από τους Μασσαγέτες, διέβησαν τον ποταμό Αράξη (σημερινό Βόλγα) και εισέβαλαν εις την χώρα των Κιμμερίων. Πληροφορηθέντες οι Κιμμέριοι την Σκυθική επιδρομή, συνεδρίασαν δια το τι έπρεπε να πράξουν και υπήρξαν δύο αντίθετες γνώμες.
Ο λαός ήθελε να εγκαταλείψουν
αμαχητί την χώρα τους, ενώ οι βασιλείς
των Κιμμερίων ήθελαν να αντισταθούν
εις τους Σκύθες εισβολείς. Τελικά, ο
λαός των Κιμμερίων ετοιμάσθηκε δια την
εγκατάλειψη της χώρας τους, ενώ οι
βασιλείς τους αποφάσισαν να πεθάνουν
εις την χώρα τους. Δια τούτο εχωρίσθησαν
εις δύο ισάριθμες ομάδες και αλληλοφονεύθησαν
εις μονομαχία.
Ο λαός έθαψε τους βασιλείς
εγγύς του ποταμού Τύρη (σημερινού
Δνειστέρου), εις τάφο εμφανή μέχρι την
εποχή του Ηροδότου και έπειτα εκκένωσαν
τη χώρα, την οποία οι Σκύθες κατέλαβαν
έρημη.
Δεν αναφέρεται πόσοι ήσαν οι
βασιλείς των Κιμμερίων, αλλά σίγουρα
αφού εσχήματισαν δύο ισάριθμες ομάδες
ήσαν ζυγός αριθμός,
ίσως εβδομήντα δύο, αφού τόσοι θεωρούνται
και οι βασιλείς των υποχθονίων όντων.
Η
ανωτέρω συμπεριφορά των Κιμμερίων
βασιλέων ερμηνεύεται ως εξής:
Καθώς
ήσαν ως ηγεμονική τάξη, καθαρότεροι
απόγονοι των υποχθονίων δρακοειδών
προγόνων των Κιμμερίων εγνώριζαν πολύ
καλύτερα από τον λαό, ο οποίος ασφαλώς
είχε μικρότερο ποσοστό ερπετοειδούς
προσμίξεως, την γεωπολιτική σημασία
της χώρας τους και δια τούτο ήθελαν να
αντισταθούν εις τους Σκύθες.
Η δε μέχρι
θανάτου μονομαχία τους είχε σαφώς
τελετουργικό χαρακτήρα, ίσως ως προσφορά
«βασιλικού
αίματος»
προς τους «θεούς»
δράκοντες.
Προς
επιβεβαίωση της ανωτέρω διηγήσεώς του,
ο Ηρόδοτος επικαλείται και τις πληροφορίες
του Αριστέως του Προκοννησίου (Δ.13-16).
Ο
Αριστέας ήταν επιφανέστατος πολίτης
της Προκοννήσου, Ελληνικής πόλεως της
Προποντίδος, ο οποίος πέθανε όταν εισήλθε
εις τα εργαστήριο ενός λευκαντού
υφασμάτων.
Τότε ο λευκαντής έκλεισε το
εργαστήριό του και έφυγε δια να ειδοποιήση
τους συγγενείς του Αριστέα.
Ενώ, όμως η
είδησις δια τον θάνατο του Αριστέα είχε
διαδοθεί εις την Προκόννησο, έφθασε εις
την πόλη, από την πόλη Αρτάκη, κάποιος
Κυζικηνός, ο οποίος ισχυρίζετο ότι, είχε
συναντήσει τον Αριστέα να πηγαίνει εις
την Κύζικο και είχε συνομιλήσει μαζί
του.Τότε, οι συγγενείς του Αριστέα πήγαν
εις το εργαστήριο δια την σορό του
Αριστέως, όπου «ανοιχθέντος
δε του οικήματος, ούτε νεκρός ούτε ζών
εφαίνετο ο Αριστέας. Μετά δέ από επτά
έτη, εφάνη αυτός εις την Προκόννησο και
εποίησε αυτά τα έπη, τα οποία τώρα
καλούνται υπό των Ελλήνων Αριμάσπεια. Ποιήσας
δε αυτά εξαφανίσθηκε δια δεύτερη φορά».
Κατά
την εποχή πλέον του Ηροδότου, όταν αυτός
είχε επισκεφθεί την Προκόννησο και το
Μεταπόντιο, «διακόσια
σαράντα έτη μετά την δευτέρα εξαφάνιση
του Αριστέως», όπως
έλεγαν οι Μεταποντίνοι, εμφανίσθηκε
εις την πολη τους ο Αριστέας και τους
προσέταξε να κατασκευάσουν βωμό του
Απόλλωνος και πλησίν αυτού ανδριάντα
με την επωνυμία του Αριστέως του
Προκοννησίου, διότι αυτοί ήσαν οι μόνοι
Ιταλιώτες, εις τους οποίους πήγε ο
Απόλλων, συνοδευόμενος από τον Αριστέα,
που όταν ακολουθούσε όμως τον θεό ήταν
κόραξ. Αφού είπε αυτά ο Αριστέας
εξαφανίσθηκε και πάλι.
Οι έκπληκτοι
Μεταποντίνοι ερώτησαν το μαντείο των
Δελφών τι ήταν αυτό το εμφανισθέν φάσμα
και η Πυθία τους προσέταξε να πεισθούν
εις το φάσμα του Αριστέως, όπως και
έπραξαν οι Μεταποντίνοι.
Ο Αριστέας αφηγείτο εις τα «Αριμάσπεια έπη» ότι: «φοιβόληπτος γενόμενος έφθασε εις τους Ισσηδόνες, υπέρ δε των Ισσηδόνων κατοικούν οι Αριμασπό, άνδρες μονόφθαλμοι, υπέρ δε τούτων οι χρυσοφύλακες γρύπες, υπέρ δε τούτων οι Υπερβόρειοι, φθάνοντες έως την θάλασσα. Εκ τούτων, πάντες πλήν των Υπερβορείων, αρξάντων των Αριμασπών, πάντα επιτίθενται εις τους πλησιοχώρους τους. Και υπό μέν τω Αριμασπών οι Ισσηδόνες εξώθηκαν εκ της χώρας τους, υπό δε των Ισσηδόνων οι Σκύθες, οι δε οικούντες επί την νότια θάλασσα Κιμμέριοι, πιεζόμενοι υπό των Σκυθών εγκατέλειψαν την χώρα τους».
Ο Αριστέας αφηγείτο εις τα «Αριμάσπεια έπη» ότι: «φοιβόληπτος γενόμενος έφθασε εις τους Ισσηδόνες, υπέρ δε των Ισσηδόνων κατοικούν οι Αριμασπό, άνδρες μονόφθαλμοι, υπέρ δε τούτων οι χρυσοφύλακες γρύπες, υπέρ δε τούτων οι Υπερβόρειοι, φθάνοντες έως την θάλασσα. Εκ τούτων, πάντες πλήν των Υπερβορείων, αρξάντων των Αριμασπών, πάντα επιτίθενται εις τους πλησιοχώρους τους. Και υπό μέν τω Αριμασπών οι Ισσηδόνες εξώθηκαν εκ της χώρας τους, υπό δε των Ισσηδόνων οι Σκύθες, οι δε οικούντες επί την νότια θάλασσα Κιμμέριοι, πιεζόμενοι υπό των Σκυθών εγκατέλειψαν την χώρα τους».
Ο
Αριστέας ισχυρίζετο ότι, έλαβε τις
ανωτέρω πληροφορίες δια μέν τις μέχρι
των Ισσηδόνων περιοχές εξ αυτοψίας δια
δε τις υπέρ των Ισσηδόνων χώρες εκ των
όσων του είπαν οι Ισσηδόνες.
Ο Αριστέας λοιπόν με την θαυμαστή παρέμβαση του θεού Απόλλωνος, μετέβη με μυστηριώδη τρόπο (ίσως τηλεμεταφέρθηκε ακαριαία) εις την σημερινή Σιβηρία, όπου κατοικούσαν οι Ισσηδόνες, όπου και συγκέντρωσε τις πληροφορίες του δια να συγγράψει τα Αριμάσπεια έπη.
Ο Αριστέας λοιπόν με την θαυμαστή παρέμβαση του θεού Απόλλωνος, μετέβη με μυστηριώδη τρόπο (ίσως τηλεμεταφέρθηκε ακαριαία) εις την σημερινή Σιβηρία, όπου κατοικούσαν οι Ισσηδόνες, όπου και συγκέντρωσε τις πληροφορίες του δια να συγγράψει τα Αριμάσπεια έπη.
Εις την συνέχεια ο
Απόλλων τον ανεβίβασε εις μία ανωτέρα
πνευματική βαθμίδα, καθιστώντας τον
αθάνατο δαίμονα και ούτως ελατρεύετο
υπό των Μεταποντίνων κατά την εποχή του
Ηροδότου.
Δεν είναι βεβαίως καθόλου
τυχαία η τελευταία εμφάνισις του
φοιβολήπτου Αριστέως εις το Μεταπόντιο
της Ιταλίας, αφού εκεί είχε δράσει με
θαυμαστό τρόπο και ο επίσης εκλεκτός
του Απόλλωνος, φιλόσοφος Πυθαγόρας.
Άλλωστε, Μεταπόντιο=μετά+πόντος και
πόντος (κατά την πρωταρχική σημασία της
λέξεως)=δίοδος, ατραπός (εκ του οποίου
και pons=γέφυρα εις τα λατινικά).
Το
Μεταπόντιο λοιπόν ήταν η απόληξις
κάποιας ουρανίας και θείας διόδου του
θεού Απόλλωνος και των εκλεκτών του
Η
εκδίωξις λοιπόν των Κιμμερίων υπό των
Σκυθών επιβεβαιώνεται και με θείο τρόπο
δια του φοιβολήπτου Αριστέως.
Παράλληλα,
η περί του Αριστέως διήγησις βοηθά και
εις τον κατά προσέγγιση χρονικό
προσδιορισμό της φυγής των Κιμμερίων.
Αφού, η εποχή των γραφομένων του Ηροδότου
είναι περίπου μεταξύ 450-440 π.Χ. και ο
Αριστέας εζησε 247 έτη πρίν, μετά την
περιγραφομένη υπ’αυτού φυγή των
Κιμμερών, συμπεραίνουμε ότι, αυτή
τοποθετείται το αργότερο μέχρι τα τέλη
του 8ου π.Χ. Αιώνος.
Τούτο, επιβεβαιώνεται
και από Ασσυριακές επιγραφές του 714
π.Χ., οι οποίες αναφέρουν δια τους
Κιμμερίους, αποκαλώντας τους «Gimirri»,
ότι συμμάχησαν με τους Ασσυρίους κατά
του βασιλείου της Ουραρτού, δηλαδή της
σημερινής Αρμενίας.
Επομένως, ήδη από
τότε οι Κιμμέριοι είχαν εκδιωχθεί εκ
του Β. Ευξείνου Πόντου και ευρίσκοντο
εις τον Ν. Καύκασο.
Από εκεί επρόκειτο
να κατέλθουν συντόμως εις την Μέση
Ανατολή και να αλλάξουν τον ρού της
ιστορίας .
4.Η
ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΙΑ
Δια
την πορεία των Κιμμερίων μετά την φυγή
τους από την Ν. Σκυθία, υπάρχουν δύο εν
μέρει διαφορετικές εκδοχές:
Κατά τον Ηρόδοτο (Δ.12): «Φαίνεται δέ ότι, οι Κιμμέριοι διαφεύγοντες από τους Σκύθες εις την Ασία, αποίκισαν την χερσόνησο, εις την οποία τώρα έχει ιδρυθεί η Ελληνική πόλις Σινώπη. Είναι δέ φανερό και ότι, οι Σκύθες καταδιώξαντες αυτούς, έσφαλαν ως προς τη οδό και εισέβαλαν εις την Μηδική γή. Διότι, οι μέν Κιμμέριοι έφευγαν πάντα παρά την θάλασσα, οι δέ Σκύθες έχοντες εις τα δεξιά τον Καύκασο, τους εδίωκαν, μέχι που εισέβαλαν εις την Μηδική γή, τραπέντες προς την μεσόγεια οδό».
Κατά τον ΠΛούταρχο (Βίος Μαρίου,11.8): «Άλλοι δέ λένε ότι, οι Κιμμέριοι οι οποίοι πρώτα έγιναν γνωστοί υπό των παλαιών Ελλήνων, δεν ήταν μεγάλο μέρος του παντός, αλλά λόγω κάποιας φυγής ή στάσεως, εξαναγκασθέντες υπό των Σκυθών, διαπέρασαν από την Μαιώτιδα εις την Ασία, υπό την ηγεσία του Λυγδάμιος.Το δέ πλείστο και μαχιμώτατο μέρος αυτών, κατοίκησε εις τα έσχατα μέρη παρά την εξωτερική θάλασσα, νεμόμενο γή σκιερή και δαχώδη και δυσήλιο παντού εξαιτίας του βάθους και της πυκνότητος των δρυμών, οι οποίοι φθάνουν εσωτερικώς έως τους Ερκυνίους».
Κατά τον Ηρόδοτο (Δ.12): «Φαίνεται δέ ότι, οι Κιμμέριοι διαφεύγοντες από τους Σκύθες εις την Ασία, αποίκισαν την χερσόνησο, εις την οποία τώρα έχει ιδρυθεί η Ελληνική πόλις Σινώπη. Είναι δέ φανερό και ότι, οι Σκύθες καταδιώξαντες αυτούς, έσφαλαν ως προς τη οδό και εισέβαλαν εις την Μηδική γή. Διότι, οι μέν Κιμμέριοι έφευγαν πάντα παρά την θάλασσα, οι δέ Σκύθες έχοντες εις τα δεξιά τον Καύκασο, τους εδίωκαν, μέχι που εισέβαλαν εις την Μηδική γή, τραπέντες προς την μεσόγεια οδό».
Κατά τον ΠΛούταρχο (Βίος Μαρίου,11.8): «Άλλοι δέ λένε ότι, οι Κιμμέριοι οι οποίοι πρώτα έγιναν γνωστοί υπό των παλαιών Ελλήνων, δεν ήταν μεγάλο μέρος του παντός, αλλά λόγω κάποιας φυγής ή στάσεως, εξαναγκασθέντες υπό των Σκυθών, διαπέρασαν από την Μαιώτιδα εις την Ασία, υπό την ηγεσία του Λυγδάμιος.Το δέ πλείστο και μαχιμώτατο μέρος αυτών, κατοίκησε εις τα έσχατα μέρη παρά την εξωτερική θάλασσα, νεμόμενο γή σκιερή και δαχώδη και δυσήλιο παντού εξαιτίας του βάθους και της πυκνότητος των δρυμών, οι οποίοι φθάνουν εσωτερικώς έως τους Ερκυνίους».
Είναι
πολύ πιθανόν ότι, κάποιοι Κιμμέριοι
κατέφυγαν από τότε (τέλη 8ου π.Χ. αιώνος)
εις την Β.Δ. Ευρώπη, πλησίον της Βαλτικής
και της Βορείου θαλάσσης, όμως οπωσδήποτε,
δεν ήταν το μεγαλύτερο και μαχιμώτατο
τμήμα των Κιμμερίων, αφού οι εισβάλοντες
εις την Ασία ορδές των Κιμμερίων
αναφέρονται από τις αρχαίες πηγές ως
αναρίθμητες και μαχιμώτατες.
Και τούτο
δεν θα συνέβαινε αν οι εις την Ασία
εισβάλοντες Κιμμέριοι ήσαν ένα μικρό
τμήμα της όλης φυλής τους. Άλλωστε, ο
Ηρόδοτος που πήρε τις πληροφορίες τους
από τους Έλληνες και Σκύθες του Ευξείνου
Πόντου είναι σαφώς πιο αξιόπιστη πηγή
από τον Πλούταρχο, ο οποίος μάλιστα
γράφει πέντε αιώνες μετά τον Ηρόδοτο,
ο οποίος είναι πολύ εγγύτερος χρονικά
προς την φυγή των Κιμμερίων.
Όσον αφορά
δέ το ότι, οι Σκύθες κατεδίωξαν τους
Κιμμερίους μετά την φυγή τους, οφείλεται
πιθανώς εις την θέληση των ανθρωποποιημένων
πλέον Σκυθών, να εξοντώσουν τους
δρακογόνους Κιμμερίους.
Δια τούτο και
τους κατεδίωξαν εις τον Καύκασο,
πιστεύοντες ότι, οι Κιμμέριοι θα
κατευθύνοντο προς τους επίσης δρακογόνους
Σαυρομάτες και τις υποχθόνιες πύλες
του Καυκάσου.
Οι Κιμμέριοι όμως ακολούθησαν
την παραθαλάσσια οδό του ανατολικού
Ευξείνου Πόντου και κατέφυγαν εις την
οχυρά χερσόνησο της μετέπειτα Σινώπης,
εις την Β.Α. Μικρά Ασία.Από εκεί άρχισαν
τις φοβερές επιδρομές τους προς την
Ασσυριακή αυτοκρατορία και τα Μικρασιατικά
κράτη, τις οποίες περιγράφουν οι
ευρεθείσες Ασσυριακές επιγραφές, ο
Ηρόδοτος και ο Στράβων.
Αρχικώς
το 714 π.Χ. οι Κιμμέριοι συμμάχησαν με
τους Ασσυρίους και τους βοήθησαν να
συντρίψουν το Πρωτοαρμενικό βασίλειο
της Ουραρτού.
Στην συνέχεια όμως οι
Ασσύριοι αντιλήφθησαν τι είδους
«συμμάχους»
είχαν, αφού αμέσως οι Κιμμέριοι άρχισαν
τις μακροχρόνιες επιδρομές τους εις τα
εδάφη της Ασσυριακής αυτοκρατορίας.
Μάλιστα, ο ίδιος ο βασιλεύς των Ασσυρίων,
Σαργών Β΄, ο οποίος είχε διαπράξει το
λάθος να συμμαχήση με τους Κιμμερίους,
φονεύθηκε εις μάχη εναντίον τους το 705
π.Χ. Οι Κιμμέριοι συνέχισαν τις επιδρομές
τους κατά των Ασσυρίων, εισβάλοντες εις
την Κιλικία, μέχρις ότου ο Ασσύριος
βασιλεύς Εσαρχαδών τους κατενίκησε εις
μάχη περί την Καππαδοκία το 679 π.Χ..
Δεν
έπαυσαν όμως εντελώς τις επιθέσεις τους
κατά των Ασσυρίων και είναι μάλιστα
πολύ πιθανόν ότι, συμμετείχαν μαζί με
τους Βαβυλωνίους και τους Μήδους εις
την άλωση της Ασσυριακής πρωτεύουσας
Νινευή και την επακολουθήσασα πτώση
της Ασσυριακής αυτοκρατορίας το 612 π.Χ.
Διότι, ο Ηρόδοτος (Α.103) αναφέρει ότι, ενώ
οι Μήδοι και οι σύμμαχοί τους , πολοιορκούσαν
την Νινευή, έφθασε προς βοήθεια των
Ασσυρίων ισχυρή Σκυθική στρατιά υπό τη
ηγεσία του Πρωτοθύη, οι οποίοι ήσαν
αυτοί που είχαν εισβάλει εις την Ασία
καταδιώκοντες τους Κιμμερίους.
Αφού
λοιπόν εβοήθησαν οι Σκύθες τους εχθρούς
των Μήδων είναι προφανές ότι, σύμμαχοι
των Μήδων ήσαν οι Κιμμέριοι
Μετά
την απόκρουσή τους από τους Ασσυρίους,
οι Κιμμέριοι έστρεψαν τις επιδρομές
τους κυρίως προς τα δυτικά, εις την Κ.
Μικρά Ασία: Ο Στράβων αναφέρει σχετικά: «Και
οι Κιμμέριοι, τους οποίους ονομάζουν
και Τρήρες, ή κάποιο έθνος εκείνων,
πολλάκις επέδραμαν εις τα δεξιά μέρη
του Πόντου και τα συνεχή αυτών, πότε μέν
εισβάλοντες κατά των Παφλαγόνων, πότε
δέ και κατά των Φρυγών, όταν όπως λένε
ο Μίδας πέθανε πίνοντας αίμα ταύρου».(1.3.21)
Αφού,
οι Κιμμέριοι συνέτριψαν ολοκληρωτικά
το βασίλειο της Φρυγίας, άνοιξε ο δρόμος
δια να επιτεθούν και εις την Δ. Μικρά
Ασία, όπου κυριαρχούσαν το Λυδικό
βασίλειο και οι Ελληνικές πόλεις των
Ιώνων, Αιολών και Δωριέων.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει σχετικά:
«Θα μνημονεύσω δε τον Άρδυ του Γύγη, τον μετά τον Γύγη βασιλεύσαντα.Αυτός δε κατέλαβε την Πριήνη και εισέβαλε εις την Μίλητο.Και επί της ηγεμονίας τούτου εις τις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι εκδιωχθέντες από την πατρίδα τους υπό των νομάδων Σκυθών, έφθασαν εις την Ασία και κατέλαβαν τις Σάρδεις πλήν της ακροπόλεως». (Α.15)
«Τον Άρδυ που βασίλευσε πενήντα παρά ένα έτη, διεδέχθη ο Σαδυάττης του Άρδυος και εβασίλευσε δώδεκα έτη, τον Σαδυάττη δέ ο Αλυάττης.Αυτός δέ επολέμησε τον Κυαξάρη τον απόγονο του Δηϊόκη και τους Μήδους και εξεδίωξε εκ της Ασίας τους Κιμμερίους».(Α.16).
Ο Ηρόδοτος αναφέρει σχετικά:
«Θα μνημονεύσω δε τον Άρδυ του Γύγη, τον μετά τον Γύγη βασιλεύσαντα.Αυτός δε κατέλαβε την Πριήνη και εισέβαλε εις την Μίλητο.Και επί της ηγεμονίας τούτου εις τις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι εκδιωχθέντες από την πατρίδα τους υπό των νομάδων Σκυθών, έφθασαν εις την Ασία και κατέλαβαν τις Σάρδεις πλήν της ακροπόλεως». (Α.15)
«Τον Άρδυ που βασίλευσε πενήντα παρά ένα έτη, διεδέχθη ο Σαδυάττης του Άρδυος και εβασίλευσε δώδεκα έτη, τον Σαδυάττη δέ ο Αλυάττης.Αυτός δέ επολέμησε τον Κυαξάρη τον απόγονο του Δηϊόκη και τους Μήδους και εξεδίωξε εκ της Ασίας τους Κιμμερίους».(Α.16).
Ο
Στράβων αναφέρει σχετικά:
«Ο Λύγδαμις δὲ οδηγών τούς δικούς του προήλασε μέχρι την Λυδία και την Ἰωνία και κατέλαβε τις Σάρδεις͵ φονεύθηκε δέ εις την Κιλικία». (1.3.21)
«Λέει δέ ο Καλλισθένης, ότι οι Σάρδεις αλώθησαν πρώτα υπό των Κιμμερίων, έπειτα υπό των Τρηρών και των Λυκίων, το οποίο δηλώνει και ο Καλλίνος ο της ελεγείας ποιητής….Λέγει δέ ο Καλλίνος ότι, η έφοδος των Κιμμερίων έγινε επί των Ησιονέων, κατά την οποία αλώθησαν οι Σάρδεις». ( 13.4.8)
«Και παλαιά δέ συνέβη να καταστραφούν εντελώς οι Μάγνητες (εννοεί την Μαγνησία του Μαιάνδρου της Ν.Δ. Μικράς Ασίας) υπό των Τρηρών, Κιμμερικού έθνους… Ο Καλλίνος μνημονεύει και κάποια άλλη πρεσβυτέρα έφοδο των Κιμμερίων, όταν λέει, τώρα δέ έρχεται ο στρατός των οβριμοεργών (που πράττουν ισχυρά έργα, βιαιοπραγούντες) Κιμμερίων, όπου δηλώνει την άλωση των Σάρδεων». (14.1.40)
«Ο Λύγδαμις δὲ οδηγών τούς δικούς του προήλασε μέχρι την Λυδία και την Ἰωνία και κατέλαβε τις Σάρδεις͵ φονεύθηκε δέ εις την Κιλικία». (1.3.21)
«Λέει δέ ο Καλλισθένης, ότι οι Σάρδεις αλώθησαν πρώτα υπό των Κιμμερίων, έπειτα υπό των Τρηρών και των Λυκίων, το οποίο δηλώνει και ο Καλλίνος ο της ελεγείας ποιητής….Λέγει δέ ο Καλλίνος ότι, η έφοδος των Κιμμερίων έγινε επί των Ησιονέων, κατά την οποία αλώθησαν οι Σάρδεις». ( 13.4.8)
«Και παλαιά δέ συνέβη να καταστραφούν εντελώς οι Μάγνητες (εννοεί την Μαγνησία του Μαιάνδρου της Ν.Δ. Μικράς Ασίας) υπό των Τρηρών, Κιμμερικού έθνους… Ο Καλλίνος μνημονεύει και κάποια άλλη πρεσβυτέρα έφοδο των Κιμμερίων, όταν λέει, τώρα δέ έρχεται ο στρατός των οβριμοεργών (που πράττουν ισχυρά έργα, βιαιοπραγούντες) Κιμμερίων, όπου δηλώνει την άλωση των Σάρδεων». (14.1.40)
Ο
Καλλίμαχος αναφέρει σχετικά: «Το
οποίο (εννοεί το ιερό της Αρτέμιδος εις
την Έφεσο) ανοήτως απείλησε να καταστρέψει
ο υβριστής Λύγδαμις, όταν οδήγησε τον
ίσο προς την άμμο στρατό των ιππημολγών
(οι αρμέγοντες φοράδες) Κιμμερίων, οι
οποίοι κατοικούν κεκλιμένως παρ’αυτόν
τον πόρο της Ιναχιώνης βοός. Ά, ο δειλός
των βασιλέων, πόσο έλαθε. Διότι, δεν
έμελλε ούτε αυτός, ούτε άλλος των όσων
έστησαν τις άμαξές τους εις τον Καϋστριο
λειμώνα, να επιστρέψουν εις την Σκυθία.
Διότι πάντα τα δικά σου τόξα (εννοεί της
θεάς Αρτέμιδος) πρόσκεινται της
Εφέσου»
. (Ύμνος
εις Άρτεμιν)
Συνδυάζοντας
τις ανωτέρω αναφορές, ανασυντίθεται ως
εξής η ιστορία των Κιμμερικών επιδρομών
εις την Δ. Μικρά Ασία: Οι Κιμμέριοι, επί
της βασιλείας του Άρδυος (678-629 π.Χ.),
εκμεταλλεύομενοι τις διαμάχες των Λυδών
και των Ιώνων, επετέθησαν εις τους
Λυδούς, τους συνέτριψαν και κατέλαβαν
ακόμη και την πρωτεύουσα των Σάρδεων
πλήν της ακροπόλεως.
Εις την συνέχεια
επετέθησαν προς τις Ελληνικές πόλεις
της Ασίας, χωρίς όμως να καταλάβουν
καμμία πόλη πλήν της Μαγνησίας του
Μαιάνδρου.
Οι Κιμμέριοι επετέθησαν και
κατά της Εφέσου, με τον αλαζόνα αρχηγό
τους Λύγδαμι να απειλεί ανοήτως ότι, θα
κατέστρεφε το υπέρτατο ιερό της Εφεσίας
Αρτέμιδος.
Εκεί, οι Κιμμέριοι ενικήθησαν
από τον στρατό των Εφεσίων και των άλλων
Ελλήνων, με την βοήθεια της θεάς Αρτέμιδος,
όπως υποδηλώνει ο Καλλίμαχος. Τελικά,
μετά από πολυετείς καταστροφικές
επιδρομές, οι Κιμμέριοι κατετροπώθησαν
οριστικά υπό του Λυδού βασιλέως Αλυάττου
(617-560 π.Χ.). Κατά τον Πολύαινο (Ζ..2.Αλυάττης)
σημαντικός παράγων δια την νίκη του
Αλυάττη, ήταν το ότι, εχρησιμοποίησε
αλκιμωτάτους κύνες οι οποίοι αντιμετώπισαν
τους έχοντες «αλλόκοτα
και θηριώδη σώματα»
Κιμμερίους, ως θηρία.
Είναι προφανές
ότι, τότε οι Κιμμέριοι διατηρούσαν ακόμη
εξωτερικά γνωρίσματα της ερπετοειδούς
καταγωγής τους, πιθανόν τις κάθετες
ερπετικές κόρες των οφθαλμών τους, ίχνη
ουρών και φολίδων και εν γένει απεχθή
χαρακτηριστικά προσώπων.
Εις την νίκη
του Αλυάττη είναι προφανές ότι, ήταν
σημαντικός παράγων και οι Έλληνες
οπλίτες οι οποίοι αποπτελούσαν κιυρίως
το πεζικό του Λυδικού στρατού, αφού οι
Λυδοί ήσαν κυρίως ιππείς.
Όλες οι ανωτέρω
εισβολές των Κιμμερίων όπως αναφέρει
ο Ηρόδοτος (Α.6.) είχαν αποκλειστικώς
ληστρικό χαρακτήρα και όχι μονίμου
κατακτήσεως, αφού οι αγριώτατοι Κιμμέριοι
εγνώριζαν μόνο να ληστεύουν και να
φονεύουν και δεν ηδύναντο βεβαίως να
συγκροτήσουν οργανωμένο κράτος.
Μετά
την νίκη του Αλυάττη η Ασία απαλλάχθηκε
από τους Κιμμερίους, οι οποίοι θα
επανεμφανίζονταν πλέον μετά από πολλούς
αιώνες.
5.ΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΚΙΜΜΕΡΙΚΩΝ
ΕΠΙΔΡΟΜΩΝ
Δια
να εντοπισθούν οι συνέπειες των Κιμμερίων
επιδρομών εις την Ασία, πρέπει πρώτα να
ληφθή υπ’όψιν η καταγωγή των εθνών εις
τους οποίους κυρίως επετέθησαν οι
Κιμμέριοι, δηλαδή των Αρμενίων, Ασσυρίων,
Φρυγών, Λυδών και των Ελλήνων αποίκων
της Μικράς Ασίας.
Δια τους Λυδούς ο Ηρόδοτος αναφέρει:
«Η δε ηγεμονία ούτως περιήλθε, ούσα των Ηρακλειδών, εις το γένος του Κροίσου…ο Κανδαύλης, τον οποίον οι Έλληνες ονομάζουν Μυρσίλο, ήταν τύραννος των Σαρδίων, απόγονος δέ του Αλκαίου του Ηρακλέους. Διότι, ο Άγρων μέν, υιός του Νίνου, υιού του Βήλου, υιού του Αλκαίου, έγινε ο πρώτος βασιλεύς των Σαρδίων». (Α.7)
«Οι Λυδοί έχουν νόμους παραπλησίους των Ελλήνων….». (Α.94)
«Οι Λυδοί, είχαν όπλα ομοιότατα των Ελληνικών…..αυτοί δε (οι Μυσοί) είναι άποικοι Λυδών». (Ζ.74)
Δια τους Λυδούς ο Ηρόδοτος αναφέρει:
«Η δε ηγεμονία ούτως περιήλθε, ούσα των Ηρακλειδών, εις το γένος του Κροίσου…ο Κανδαύλης, τον οποίον οι Έλληνες ονομάζουν Μυρσίλο, ήταν τύραννος των Σαρδίων, απόγονος δέ του Αλκαίου του Ηρακλέους. Διότι, ο Άγρων μέν, υιός του Νίνου, υιού του Βήλου, υιού του Αλκαίου, έγινε ο πρώτος βασιλεύς των Σαρδίων». (Α.7)
«Οι Λυδοί έχουν νόμους παραπλησίους των Ελλήνων….». (Α.94)
«Οι Λυδοί, είχαν όπλα ομοιότατα των Ελληνικών…..αυτοί δε (οι Μυσοί) είναι άποικοι Λυδών». (Ζ.74)
Αφού
οι Λυδοί είχαν βασιλική δυναστεία
Ηρακλειδών, παραπλησίους των Ελλήνων
νόμους (δηλαδή γραπτούς και αγράφους
νόμους) και πολεμικό εξοπλισμό ομοιότατο
του Ελληνικού, είναι προφανές ότι, ήσαν
Ελληνικής καταγωγής.Τούτο, αποδεικνύεται
απολύτως και από το ότι, οι Ελληνοθρακικής
καταγωγής Μυσοί ήσαν άποικοι των Λυδών.
Ούτως, εξηγείται ο σεβασμός των Λυδών
βασιλέων και ιδίως του Κροίσου προς το
μαντείο των Δελφών και η συμμαχία Λυδών
και Λακεδαιμονίων.
Η υπό των Λυδών
κατάκτησις των Ελληνικών αποικιών της
Ασίας ήταν λοιπόν απλώς μία ενδοελληνική
δυναστική διαμάχη και δια τούτο ουδέποτε
οργανώθηκε πανελλήνια εκστρατεία κατά
των Λυδών, αλλά αντιθέτως οι Ελλαδίτες
ήσαν φίλοι και σύμμαχοί τους και κατά
την επίθεση των Περσών εις την Λυδία.
Δια
τους Φρύγες και τους Αρμενίους ο Ηρόδοτος
αναφέρει:
«Οι δε Φρύγες, όπως λένε οι Μακεδόνες, εκαλούντο Βρίγες, όσο χρόνο όντες Ευρωπαίοι, ήσαν σύνοικοι των Μακεδόνων, μεταβάντες δε εις την Ασία, μαζί με τη χώρα και το όνομα μετέβαλαν εις Φρύγες.Οι Αρμένιοι δε ετάχθησαν με τους Φρύγες, όντες άποικοι των Φρυγών». (Ζ.74)
«Οι δε Φρύγες, όπως λένε οι Μακεδόνες, εκαλούντο Βρίγες, όσο χρόνο όντες Ευρωπαίοι, ήσαν σύνοικοι των Μακεδόνων, μεταβάντες δε εις την Ασία, μαζί με τη χώρα και το όνομα μετέβαλαν εις Φρύγες.Οι Αρμένιοι δε ετάχθησαν με τους Φρύγες, όντες άποικοι των Φρυγών». (Ζ.74)
Επομένως,
οι Φρύγες και οι άποικοί τους Αρμένιοι
ήσαν επίσης Ελληνογενείς, Θρακομακεδονικής
καταγωγής. Δια τούτο άλλωστε και οι
αδιαμφισβητήτως Έλληνες Τρώες συχνά
αποκαλούντο και Φρύγες.
Δια τους Ασσυρίους, γνωρίζουμε ότι, πρώτος βασιλεύς τους και ιδρυτής της πρωτεύουσάς Νίνευί ή Νίνου, ήταν ο Νίνος, ο οποίος όμως όπως αναφέρει ανωτέρω ο Ηρόδοτος ήταν επίσης Ηρακλείδης.
Δια τους Ασσυρίους, γνωρίζουμε ότι, πρώτος βασιλεύς τους και ιδρυτής της πρωτεύουσάς Νίνευί ή Νίνου, ήταν ο Νίνος, ο οποίος όμως όπως αναφέρει ανωτέρω ο Ηρόδοτος ήταν επίσης Ηρακλείδης.
Επίσης, οι
Ασσύριοι είχαν ως υπέρτατο θεό τους τον
ιερακοκέφαλο ηλιακό θεό Ασ-σούρ=Σείριο.
Αφού, όμως το γεράκι είναι σύμβολο του
Απόλλωνος, ο οποίος είναι επίσης ο Ήλιος
Σείριος, είναι προφανές ότι, οι Ασσύριοι
είχαν ως υπέρτατο θεό τον Σείριο Ήλιο
Απόλλωνα. Και οι Ασσύριοι λοιπόν είχαν
δεχθεί σημαντική Ελληνική επίδραση,
πολιτιστική και φυλετική, καθώς και
άλλοι λαοί της Μεσοποταμίας όπως ο
συγγενής των Ασσυρίων λαός των Μιττάνι
και οι Σουμέριοι.(Περί της Ελληνογενούς
προελέυσεως της Ασσυριακής αυτοκρατορίας
γίνεται αναλυτική αναφορά εις το βιβλίο
«ΜΕΙΞΙΣ-ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΙΣ»
του διδασκάλου κ. Ιωάννου Φουράκη)
Οι
λαοί λοιπόν που κυρίως υπέφεραν από
τους Κιμμερίους ήσαν Ελληνογενείς ή
υπό Ελληνική επίδραση και τούτο ασφαλώς
δεν είναι τυχαίο, αφού οι υποχθόνιοι
και δρακογόνοι Κιμμέριοι, όπως και οι
σημερινοί απόγονοί τους, ήσαν και είναι
αδιάλλακτοι εχθροί των Ελλήνων, ήτοι
των επί της χθονός δυνάμεων του φωτός.
Αν λοιπόν οι Κιμμέριοι επικρατούσαν
επί των Λυδών και των Ιώνων, θα τους
κατέστρεφαν ολοκληρωτικά, όπως έπραξαν
με τους Μάγνητες του Μαιάνδρου και όπως
απειλούσε ο ασεβής Λύγδαμις δια τον ναό
της Εφεσίας Αρτέμιδος.
Αν όμως είχαν
καταστραφεί οι Έλληνες της Μικράς Ασίας,
δεν θα είχε εμφανισθεί η κοσμοϊστορικης
σημασίας Ιωνική φιλοσοφία που γέννησε
την επιστήμη.
Και βεβαίως οι Έλληνες θα
είχαν απωλέσει από τότε την ανατολικοαιγαιακή
κοιτίδα τους με όσες γεωπολιτικές
συνέπειες θα είχε τούτο.Π.χ. δεν
θα είχε γίνει η εκπολιτιστική εκστρατεία
του Αλέξάνδρου εις την Ασία.
Επομένως, η υπό των Ελλήνων της Ασίας
απόκρουσις της Κιμμερικής εισβολής,
ήτοι της πρώτης μεγάλης βαρβαρικής
επιδρομής κατά των Ελλήνων, έσωσε τον
Ελληνικό πολιτισμό και δύναται να
παραβληθή προς την μετέπειτα απόκρουση
των Περσών.
Παρά την απόκρουση όμως των Κιμμερίων, η εις την Ασία εισβολή τους είχε ανεπανόρθωτες αρνητικές συνέπειες.
Παρά την απόκρουση όμως των Κιμμερίων, η εις την Ασία εισβολή τους είχε ανεπανόρθωτες αρνητικές συνέπειες.
Οι μακροχρόνιες
επιδρομές τους κατά των Ασσυρίων, με
αποκορύφωμα την καθοριστικής σημασίας
συμμετοχή των Κιμμερίων συμμάχων των
Μήδων εις την άλωση της Νινευή, αποδυνάμωσαν
και εκλόνισαν ανεπανόρθωτα την Ασσυριακή
αυτοκρατορία, αποτελώντας ουσιαστικά
τον κύριο παράγοντα δια την πτώση της.
Η πτώση όμως των Ασσυρίων άνοιξε τον
δρόμο δια την προέλαση των Μήδων και
των διαδόχων τους Περσών προς την Μέση
Ανατολή, με αποτέλεσμα την κατάκτηση
της Μικράς Ασίας, της Μεσοποταμίας και
της Αιγύπτου, καθώς και τους Περσικούς
πολέμους.
Είναι βέβαιο ότι, αν συνέχιζε
να υπάρχει το ισχυρότατο και πολεμικότατο
κράτος των Ασσυρίων, το οποίο ουδέποτε
είχε απειλήσει τους Έλληνες της Ασίας,
ενώ αντιθέτως πολεμούσε λυσσωδώς τους
Ιρανικούς και Σημιτικούς λαούς (Μήδους,
Πέρσες, Συρίους, Εβραίους κ.λ.π.), ουδέποτε
οι βάρβαροι Ιρανικοί λαοί θα είχαν
απειλήσει την Μικρά Ασία. Παράλληλα, οι
Κιμμερικές επιδρομές αποδυνάμωσαν τις
Ιωνικές πόλεις, κατέστρεψαν ολόκληρωτικά
το ισχυρό Φρυγικό κράτος και ανέκοψαν
την Λυδική ακμή, δηλαδή αποδυνάμωσαν
εν γένει τους Έλληνες της Ασίας,
καθιστώντας τους ευκολοτέρα λεία της
μεταγενετέρας Περσικής επιδρομής. Δεν
είναι ασφαλώς τυχαίο το ότι, οι Κιμμέριοι
αποκρούσθησαν οριστικά μόλις περί το
575 π.Χ. και ολιγότερον από τριάντα έτη
μετά, το 546 π.Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν την
Μικρά Ασία.
Επομένως,
οι Κιμμερικές επιδρομές είχαν αρνητική
κοσμοϊστορική σημασία, αν και η υπό των
Ελλήνων απόκρουσίς τους απέτρεψε ακόμη
μεγαλύτερο κακό.
6.Η
ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΩΝ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ ΩΣ ΚΙΜΒΡΩΝ
Μετά
την ήττα τους από τον Αλυάττη, οι Κιμμέριοι
εχάθησαν από το πρόσωπο της ιστορίας
και είναι άγνωστο που κατέφυγαν. Εικάζεται
ότι, κατέφυγαν είτε εις την Καππαδοκία
και Αρμενία, που τότε ήσαν υπό την εξουσία
των συμμάχων Μήδων τους, είτε εις την
περιοχή του σημερινού Ουζμπεκιστάν-Τατζικιστάν,
όπου απετέλεσαν.το Σκυθικό έθνος των
Σακών. Χωρίς να αποκλείεται να κατέφυγαν
τμήματα των Κιμμερίων εις τις ανωτέρω
περιοχές, είναι πολύ πιθανόν ότι, όλοι
ή οι περισσότεροι διασωθέντες Κιμμέριοι
πέρασαν εις την αρχέγονη υποχθόνια
κοιτίδα του Καυκάσου. Εκεί, ηδύναντο να
«αναζωγονήσουν» την υποχθόνια-ερπετοειδή
καταγωγή τους δια επιμειξιών με τους
επίσης δρακογόνους Σαυρομάτες και άλλες
υποχθόνιες φυλές της περιοχής
και εις την συνέχεια να προχωρήσουν δια
να συναντήσουν την άλλη Κιμμερική ορδή
που είχε εξ αρχής, μετά την υπό των Σκυθών
εκδίωξη, κατευθυνθεί προς την ΒΔ. Ευρώπη.
Η πορεία αυτή ηδύνατο να γίνη όχι μόνο
επιχθονίως, αλλά και δια των υποχθονίων
στοών του Καυκάσου και της Σκυθίας.
Πάντως ό,τι και να έγινε, οι Κιμμέριοι
επανεμφανίσθησαν αποδεδειγμένα κατά
τα τέλη του 2ου αιώνος π.Χ.
Ο
Πλούταρχος (Βίος Μαρίου,11) αναφέρει
σχετικά: «Διότι,
μόλις είχε αναγγελθεί εις αυτούς η
σύλληψις του Ιουγούρθα, διεδίδοντο οι
περί Τευτόνων καὶ Κίμβρων φήμαι ,
οι οποίες εις την αρχή εθεωρούντο
απίστευτες, λόγω του πλήθους και της
ρώμης των επερχομένων στρατών, ύστερα
δε άνησαν υποδεέστερες της αληθείας.Διότι,
προχωρούσαν τριακόσιοι χιλιάδες
μάχιμοι, ακολουθούμενοι από πολύ
περισσοτέρους όχλους παίδων και
γυναικών, όπως ελέγετο, χρειαζόμενοι
γή δια να θρέψει τόσο πλήθος και πόλεις
εις τις οποίες εγκατασταθέντες θα
ζούσαν, όπως επληροφορούντο ότι, πρό
αυτών οι Κελτοί είχαν καταλάβει το
άριστο τμήμα της Ιταλίας, παίρνοντάς
το από τους Τυρρηνούς.Και ήταν άγνωστο,
λόγω της αμειξίας προς ετέρους και του
μήκους της χώρας την οποία διέσχισαν,
τι άνθρωποι ήσαν ή πόθεν ορμηθέντες,
έπεσαν ως νέφος εις την Γαλατία και την
Ιταλία.Και κυρίως εικάζετο ότι, ήσαν εκ
των Γερμανικών γενών των κειμένων επί
τον βόρειο ωκεανό, λόγω του μεγέθους
των σωμάτων και των ανοικτοχρώμων ματιών
τους και ότι, Κίμβρους επονομάζουν οι
Γερμανοί τους ληστές.Είναι δέ και αυτοί
που λένε ότι, η Κελτική λόγω του βάθους
και του μεγέθους της χώρας, εκτείνεται
από την εξωτερική θάλασσα και τις
υπάρκτιες περιοχές, έως την Μαιώτιδα
προς τα ανατολικά, όπου συνορεύει με
την Ποντική Σκυθία και ότι, από εκεί
έχουν μειχθεί τα γένη.Τούτοι μεταναστεύοντες,
όχι εκ μίας ορμής, ούτε συνεχώς, αλλά
προχωρούντες με πόλεμο την άνοιξη
εκάστου έτους προς τα εμπρός, επί πολύ
χρόνο διέσχισαν την ήπειρο.Δι’αυτό αν
και είχαν πολλές κατά μέρος επικλήσεις,
κοινώς ονόμαζαν τον στρατό Κελτοσκύθες.
Άλλοι
δέ λένε ότι, οι Κιμμέριοι οι οποίοι πρώτα
έγιναν γνωστοί υπό των παλαιών Ελλήνων,
δεν ήταν μεγάλο μέρος του παντός, αλλά
λόγω κάποιας φυγής ή στάσεως, εξαναγκασθέντες
υπό των Σκυθών, διαπέρασαν από την
Μαιώτιδα εις την Ασία, υπό την ηγεσία
του Λυγδάμιος.
Το δέ πλείστο και μαχιμώτατο
μέρος αυτών, κατοίκησε εις τα έσχατα
μέρη παρά την εξωτερική θάλασσα, νεμόμενο
γή σκιερή και δαχώδη και δυσήλιο παντού
εξαιτίας του βάθους και της πυκνότητος
των δρυμών, οι οποίοι φθάνουν εσωτερικώς
έως τους Ερκυνίους…..
Από εκεί λοιπόν
έγινε η έφοδος εις την Ιταλία τούτων
των βαρβάρων, οι οποίοι εξ αρχής μέν
προσαγορεύονταν Κιμμέριοι, τότε δὲ
κατά πάσα πιθανότητα Κίμβροι.
Αλλά αυτά
λέγονται μάλλον κατ’εικασία, παρά ως
βεβαία ιστορία…».
Ο
Διόδωρος αναφέρει σχετικά (5.32): «Χρήσιμο
δέ είναι να προσδιορίοσυμε και το παρά
πολλών αγνοούμενο. Διότι, ονομάζουν
Κελτούς τους κατοικούντες υπέρ της
Μασσαλίας, εις τα μεσόγεια και τους παρά
τις Άλπεις, ακόμη δέ τους επί τάδε των
Πυρηναίων ορών.Τούς δε υπέρ αυτής της
Κελτικής, που είναι εγκατεστημένοι εις
τα προς την άρκτο στραμμένα μέρη και
παρά τον ωκεανό και το Ερκύνιο όρος και
πάντες τους επομένους μέχρι της Σκυθίας,
προσαγορεύουν Γαλάτες.Οι δέ Ρωμαίοι
πάλι, πάντα αυτά τα έθνη περιλαμβάνουν
συλλήβδην εις μία προσηγορία, ονομάζοντες
άπαντες Γαλάτες.Οί αγριότατοι δέ είναι
οι υπό τις άρκτους κατοικούντες και
πλησιόχωροι της Σκυθίας και λένε ότι,
κάποιοι τρώνε ανθρώπους,όπως και από
τους Πρεταννούς οι κατοικούντες την
ονομαζομένη Ίριν. Καθώς δέ είναι
διαβεβοημένη η αλκή και αγριότης τούτων,
λένε κάποιοι ότι, τούτοι είναι οι
καταδραμόντες άπασα την Ασία κατά τους
παλαιούς χρόνους, ονομαζόμενοι Κιμμέριοι,
καθώς ο χρόνος έφθειρε βραχέως την λέξη
εις την προσηγορία των καλουμένων
Κίμβρων. Από παλαιά δέ έχουν ζήλο να
επέρχονται δια να ληστεύουν τις αλλότριες
χώρες και να καταφρονούν άπαντες. Διότι,
αυτοί είναι οι κυριεύσαντες την Ρώμη
και συλήσαντες το ιερό των Δελφών και
φορολογήσαντες μεγάλο τμήμα της
Ευρώπης και όχι ολίγο και της Ασίας και
οι κατοικήσαντες την χώρα των υποταχθέντων,
οι οποίοι δια την επιμειξία με τους
Έλληνες εκληθησαν Ελληνογαλάτες, αυτοί
δέ που τελευταία συνέτριψαν πολλά και
μεγάλα στρατόπεδα των Ρωμαίων. Ακολούθως
δέ της αγριότητός τους και περί τις
θυσίες ασεβούν ατόπως. Διότι, αφού
φυλάξουν τους κακούργους επί πενταετηρίδα,
τους ανασκολοπίζουν προς τιμή των θεών
και τους καθαγιάζουν με πολλές
απαρχές,
κατασκευάζοντες παμμεγέθεις
πυρές. Χρησιμοποιούν δέ και τους
αιχαμαλώτους ως θύματα δια τις τιμές
προς τους θεούς.Μερικοί δέ αυτών και τα
κατά τον πολεμο ληφθέντα ζώα φονεύουν
μετά των ανθρώπων ή τα κατακαίουν ή τα
αφανίζουν με καποιες άλλες τιμωρίες. Αν
και έχουν ωραίες γυναίκες, ελάχιστα
προσέχουν αυτές, αλλά λυσσούν ατόπως
δια τους εναγκαλισμούς με άρρενες. Συνηθίζουν
δέ να κοιμούνται καταγής επί δερμάτων
θηρίων και να συγκυλιούνται εξ αμφοτέρων
των μερών με εραστές.Το δέ πάντων
παραδοξότατο, αδιαφορούντες δια την
ευσχημοσύνη τους, προσφέρουν ευκόλως
εις ετέρους την ακμή του σώματος και
δεν θεωρούν τούτο αισχρό, αλλά μάλλον
όταν κάποιος, ενώ τον πλησιάζουν, δεν
δεχθεί την διδομένη χάρη, τον θεωρούν
άτιμο».
Συνδυάζοντας
τις δύο ανωτέρω αναφορές, αποδεικνύεται
ότι, οι Κιμμέριοι, μεταξύ του 8ου και 2ου
πχ. αιώνων, διέσχισαν σταδιακά τις
Σκυθικές πεδιάδες, πολεμώντας συνεχώς
με όσους λαούς συναντούσαν, μέχρι που
έφθασαν εις τις παρωκεάνιες χώρες της
βορειοδυτικής Ευρώπης. Είναι πιθανότατο
ότι, κατά την αργή αυτή πορεία η Κιμμερική
ορδή που είχε εξ αρχής κατευθυνθεί προς
την Β.Δ. Ευρώπη επανενώθηκε με την άλλη
Κιμμερική ορδή που είχε εκδιωθεί εκ της
Ασίας και είχε εις την συνέχεια ενισχυθεί
από τους Σαυρομάτες και άλλους υποχθονίους
του Καυκάσου.
Οι επανενωθέντες πλέον
Κιμμέριοι ενισχύθησαν περαιτέρω, τόσο
αριθμητικώς, όσο και ως προς δρακογόνα
καταγωγή τους και από άλλες αλλόκοτες
και υποχθονίας προελεύσεως φυλές της
Β.Α. Ευρώπης, όπως οι Ανδροφάγοι.
Τελικά,
κατά τα τέλη του 2ου π.Χ. εκ μικρής
παραφθοράς του αρχικού ονόματός τους
ονομάζονταν πλέον Κίμβροι, που εις τους
Γερμανούς σήμαινε τους ληστές.
Αλλά
και εις την Ελληνκή γλώσσα, η λέξις
Κίμβρος σχετίζεται με την λέξη
κίμβιξ=φιλάργυρος, δηλαδή και οι δύο
λέξεις δηλώνουν τον άπληστο για υλικά
αγαθά.
Όπως
συνάγεται εκ της αναφοράς του Διοδώρου,
οι Κίμβροι είχαν προχωρήσει μέχρι και
τις Γαλατικές περιοχές (σημερινές χώρες
Βέλγιο, Γαλλία, Βρεταννία και Ιρλανδία),
εμφυτεύοντας τον ερπετικό γόνο τους
(κυρίως εις τις ηγεμονικές τάξεις ώστε
να ελέγχουν τους βαρβάρους όχλους) και
δημιουργώντας ούτως νέες ανθρωποφαινότυπες
ημιερπετοειδείς φυλές.
Την Κιμβρογαλατική
επιμειξία υποδηλώνει και το ότι, κατά
τον Πλούταρχο (Μάριος, 25) ο αρχηγός των
Κίμβρων που πολέμησαν με τον Μάριο,
ονομαζόταν Βοιώριξ, δηλαδή όνομα καθαρά
Γαλατικό.Μεταξύ αυτών των μικτών φυλών,
κατά την γνώμη του Διοδώρου, ήσαν και
αυτοί που επέδραμαν εις την Ιταλία τον
4ο π.Χ. αιώνα και εις την Ελλάδα τον 3ο
π.Χ. αιώνα, ενώ πιθανότατα και οι
ανθρωποφάγοι κάτοικοι της Ίριος,
(σημερινής Ιρλανδίας) ήσαν Κιμβρικής
προελεύσεως.
Αν και δεν υπάρχει άλλη
ιστορική πηγή που να συσχετίζει αυτές
τις «Γαλατικές»
φυλές με
τους Κίμβρους η κτηνωδεστάτη και ωμοτάτη
συμπεριφορά τους αποτελεί ένα ισχυρό
τεκμήριο. Ειδικά, δια τους επιδραμόντες
εις την Ελλάδα «Γαλάτες»,
ο Παυσανίας εις την αναλυτική αναφορά
του εις τα Φωκικά, περιγράφει το μίσος
τους κατά των Ελλήνων, την ασέβειά τους
προς τους θεούς των Ελλήνων, με αποκορύφωμα
την ηλιθία απόπειρά τους να συλήσουν
το ιερό των Δελφών και τις απίστευτες
ωμότητες που διέπραξαν κατά των Ελλήνων,
ακριβώς όπως είχαν πράξει και οι Κιμμέριοι
κατά των Ελλήνων της Ασίας. Βεβαίως, και
οι «Γαλάτες» επιδρομείς συνετρίβησαν
από τους Έλληνες πολεμιστές, με αποκορύφωμα
την θαυματουργή συντριβή τους εις το
ιερό των Δελφών, όπου μάλιστα και πάλι
οι Έλληνες μεταξύ άλλων εβοηθήσαν παρά
της θεάς Αρτέμιδος, όπως είχε γίνει
παλαιότερα εις την Έφεσο
Βεβαίως,
η γνώμη του Διοδώρου είναι φαινομενικώς
αντίθετη με αυτή του Πλουτάρχου ότι, οι
Κίμβροι δεν ανεμειγνύοντο με άλλους
λαούς.
Εις την πραγματικότητα όμως, αφού
πλέον οι Κίμβροι δια των επιμειξιών των
προηγουμένων αιώνων είχαν σχηματίσει
πολυάριθμες και ανθρωποφαινότυπες,
ερπετοειδείς και ημιερπετοειδείς ορδές,
δεν είχαν πλέον ανάγκη περαιτέρω
επιμειξιών και απέφευγαν πλέον τις
επιμειξίες δια να διατηρήσουν όσο το
δυνατόν ανόθευτη την ερπετοειδή καταγωγή
τους.
Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος
(Μάριος, 15) οι Κιμβρικές ορδές διακρίνονταν
εις τρία μέρη, τους Κίμβρους, τους
Τεύτονες και τους Άμβρωνες. Οι Κίμβροι,
οι οποίοι ήσαν το ηγετικό τμήμα και από
τους οποίους ονομαζόταν ολόκληρη η
ορδή, ήσαν προφανώς οι καθαρότεροι
απόγονοι των Κιμμερίων, με πρόσμειξη
κυρίως με υποχθόνιες φυλές της Σκυθίας,
ενώ οι Τεύτονες και οι Άμβρωνες ήσαν οι
προελθόντες εκ της προσμείξεως των
Κιμμερίων με Γαλατικούς και Γερμανικούς
λαούς.
Δια τούτο και αυτές οι ορδές
ονομάζονταν και Κελτοσκύθες, τόσο ως
ανάμειξη κατ’ευρεία έννοια Σκυθικών
και Κελτικών λαών, όσο και διότι
κατοικούσαν εις την σημερινή Γερμανία
και Δανία, μεταξύ δηλαδή Κελτιικών και
Σκυθικών φυλών. Μάλιστα, από τους Τεύτονες
ονομάσθηκε ούτως αργότερα το σύνολο
των Γερμανικών λαών και προήλθε εκ
παραφθοράς και η σημερινή ονομασία της
Γερμανίας Deutsce-land=γή των Τευτόνων.
Οι
Κιμβρικές ορδές εξακολουθούσαν να
διατηρούν τα χαρακτηριστικά των παλαιών
Κιμμερίων.
Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά:
(Μάριος, 16): «τους
συνήθιζε να ανέχονται τους εχθρούς και
να υπομένουν την φωνή τους, καθώς ήταν
όλως αλλόκοτη και θηριώδης». Ομοίως
και ο Πολύαινος ¨(Η.10.Μάριος) αναφέρει: «Όταν
οι Κίμβριοι και οι Τεύτονες, άγριοι
άνθρωποι, μεγαλόσωμοι, που είχαν αλλόκοτες
όψεις και θηριώδη φωνή, εισέβαλαν εις
την Ιταλία…».
Βεβαίως,
η αλλόκοτη εμφάνιση και η θηριώδης φωνή
των Κιμβροτευτόνων ήσαν ίδια με των
παλαιών Κιμμερίων, τους οποίους είχαν
αντιμετωπίσει ως θηρία οι κύνες του
Αλυάττη. Δηλαδή και οι Κιμβροτεύτονες
διατηρούσαν κάποια ερπετοειδή
χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων
πιθανότατα οι κάθετες κόρες των οφθαλμών,
ίσως ίχνη ερπετικών ουρών και φολίδων
και εν γένει απεχθή και αλλόκοτη εμφάνιση.
Αυτή η απαίσια και αλλόκοτη μορφή των
Κιμβροτευτόνων τρομοκρατούσε ακόμη
και τους Ρωμαίους στρατιώτες, που ήσαν
οι καλύτεροι και πιο πειθαρχημένοι
στρατιώτες της εποχής και όχι βεβαίως,
όπως θεωρεί η «συμβατική»
ιστορία,
απλώς το μεγάλο ανάστημα των Κιμβροτευτόνων,
αφού επί αιώνες οι Ρωμαίοι πολεμούσαν
τους επίσης μεγαλοσώμους Γαλάτες.
Επίσης, οι Κιμβροτεύτονες διατηρούσαν
τις ληστρικές συνήθειες και την
ακαταμάχητη πολεμική ορμή των προγόνων
τους, καθώς νικούσαν και καταλήστευαν
όλους τους λαούς που συναντούσαν.
Ακόμη,
εκτελούσαν φρικτές ανθρωποθυσιαστικές
τελετές, με ανασκολοπισμούς και πυρές,
προφανώς ως προσφορά αίματος προς τους
«θεούς-δράκοντες»,
όπως η αρχέγονη «θεά-έχιδνα»
των
Κιμμερίων. Και τέλος, είχαν ευρέως
διαδεδομένη και καθιερώμενη την
ομοφυλοφιλία, όπως και οι σημερινοί
απόγονοί τους Αγγλοσάξονες.
Ακολουθώντας
αυτές οι πανίσχυρες ορδές τα βήματα των
προγόνων τους, άρχισαν πλέον κατά τα
τέλη του 2ου π.Χ. αιώνος τις φοβερές
επιδρομές τους εις την δυτική Ευρώπη,
με απώτερο στόχο την καταστροφή της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
7.H
ΠΡΟΕΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΚΙΜΒΡΟΤΕΥΤΟΝΩΝ
Οι
Κιμβροτευτονικές ορδές, όπως αρχικώς
εκτιμήθηκε, αποτελούνταν από 300.000
μαχίμους τους οποίους ακολουθούσαν
πολύ περισσότερα γυναικόπαιδα, εις την
συνέχεια όμως αποδείχθηκε ότι, ήσαν
ακόμη περισσότεροι: «Το
ότι δέ το πλήθος δεν ήταν μικρότερο,
αλλά περισσότερο του λεχθέντος, υπό
πολλών έχει ιστορηθεί…» (Πλούταρχος,
Μάριος 11).
Οι ορδές αυτές είχαν ως στόχο,
αφού λεηλατήσουν και καταστρέψουν όσες
χώρες μπορούσαν, να εγκατασταθούν τελικά
εις κάποια χώρα που να μπορούσε να θρέψει
το μεγάλο πλήθος τους.
Ουσιαστικά, οι
Κιμβροτεύτονες, λόγω του τεραστίου
αριθμού τους και της μαχητικής ικανότητός
τους, κυρίως όμως λόγω της αλλοκότου
και θηριώδους εμφανίσεώς τους που
τρομοκρατούσε τους αντιπάλους τους,
ήσαν κυριολεκτικώς ακαταμάχητοι, καθώς
συγκροτούσαν τον ισχυρότερο στρατό που
είχε εμφανισθεί ως τότε και αποτελούσαν
την μεγαλύτερη απειλή που είχαν ποτέ
αντιμετωπίσει οι Ρωμαίοι.
Ο
Πλούταρχος αναφέρει σχετικά
(Μάριος,11): «Και
ως προς τον θυμό και την τόλμη ήσαν
ακαταμάχητοι, και όταν εις τις μάχες
συγκρούονταν σώμα με σώμα, έμοιαζαν με
την οξύτητα και την βία του πυρός, καθώς
ουδείς άντεχε τη έφοδό τους, αλλά πάντες
εις όσους επετέθησαν, τους απήγαν και
τους έφεραν ως λεία, πολλά δέ και μεγάλα
Ρωμαϊκά στρατόπεδα και όσοι στρατηγοί
διοικούσαν την εκτός Άλπεων Γαλατία
διερπάσθησαν αδόξως. Και καθώς μάλιστα
αυτοί αγωνίσθησαν κακώς, τους παρέσυραν
κατά της Ρώμη. Διότι, νικήσαντες όσους
τους έτυχαν και καταλαβόντες πολλά
αγαθά, απεφάσισαν να μην εγκατασταθούν
πουθενά εις την γή, πρίν ανατρέψουν τη
Ρώμη και καταστρέψουν την Ιταλία»
Και
ο Τάκιτος (Γερμανία, 37) περιγράφει με
δέος την ακαταμάχητη πολεμική ορμή των
Κιμβροτευτόνων: «Αλλά
οι Γερμανοί, τον Κάρβωνα και τον Κάσσιο
και τον Σκαύρο Αυρήλιο και τον Σερβίλιο
Καιπίωνα και τον Γναίο Μάλλιο αφού
διέλυσαν ή αιχμαλώτισαν πέντε συγχρόνως
υπατικούς στρατούς…..».
Οι
Κιμβροτεύτονες, πρωτοεμφανίσθησαν το
113 π.Χ., εις την περιοχή του Νωρικού
(σημερινή Αυστρία) και επετέθησαν κατά
του λαού των Ταυρίσκων, συμμάχων των
Ρωμαίων. Ανήμποροι να αντισταθούν από
μόνοι τους εις τους Κιμβροτεύτονες οι
Ταυρίσκοι, κάλεσαν προς βοήθεια του
Ρωμαίους συμμάχους τους, οι οποίοι
ανταποκρίθησαν και έστειλαν το 112 προς
βοήθειά τους μία ισχυρή στρατιά υπό την
ηγεσία του υπάτου Γναίο Παπιρίου
Κάρβωνος.
Ο Κάρβων προπσπάθησε να
παρασύρη τους Κιμβροτεύτονες εις ενέδρα,
αλλά δυστυχώς οι Κιμβροτεύτονες
επληροφορήθησαν το στρατήγημά του,
μάλλον από προδοσία. Ούτως, εις την μάχη
που διεξήχθη αμέσως μετά εις την Νορήια
(εις την σημερινή Αυστρία) οι Κιμβροτεύτονες
συνέτριψαν την Ρωμαϊκή στρατιά.
Οι
Ρωμαίοι απέφυγαν την ολοκληρωτική σφαγή
τους, μόνο διότι έπαυσε η μάχη λόγω μίας
καταιγίδος και ο Κάρβων με τα υπολείμματα
της Ρωμαϊκής στρατιάς, κατάφερε με
δυσκολία να διαφύγη εις την Ιταλία.
Εις
την συνέχεια οι Κιμβροτεύτονες
κατευθύνθηκαν δυτικά και εισέβαλαν εις
την Γαλατία, ενώ το 109 π.Χ. επετέθησαν
κατά της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ναρβωνησίας
(σημερινή νότιος Γαλλία), όπου και
συνέτριψαν άλλη μία Ρωμαϊκή στρατιά
που τους αντιτάχθηκε, υπό την ηγεσία
του Μάρκου Ιουνίου Σιλανού.
Το ίδιο έτος
αντιμετώπισαν άλλη μία Ρωμαϊκή στρατιά,
υπό τον ηγεσία του υπάτου Γαϊου Κασσίου
Λογγίνου, εις μάχη παρά τα Βουρδίγαλα
(σημερινό Μπορντώ της Γαλλικής
Ακουϊτανίας), όπου οι Ρωμαίοι ηττήθησαν
και πάλι και φονεύθηκε και ο ίδιος ο
Ρωμαίος ύπατος.
Το 107 π.Χ. οι Ρωμαίοι
ηττήθησαν και πάλι, αυτή την φορά από
τους Τιγυρίνους, συμμάχους των Κίμβρων.
Μετά από αυτές τις διαδοχικές ήττες οι Ρωμαίοι υϊοθέτησαν αμυντική τακτική κατά των Κιμβροτευτόνων, αντιμετωπίζοντάς τους, όταν τον Οκτώβριο του 105 π.Χ. οι Κιμβροτεύτονες επετέθησαν και πάλι κατά της Ρωμαϊκής νοτίου Γαλατίας.
Μετά από αυτές τις διαδοχικές ήττες οι Ρωμαίοι υϊοθέτησαν αμυντική τακτική κατά των Κιμβροτευτόνων, αντιμετωπίζοντάς τους, όταν τον Οκτώβριο του 105 π.Χ. οι Κιμβροτεύτονες επετέθησαν και πάλι κατά της Ρωμαϊκής νοτίου Γαλατίας.
Τότε,
οι Ρωμαϊκές δυνάμεις στρατοπέδευσαν,
αναμένοντας τους Κιμβροτεύτονες, εις
την περιοχή μεταξύ της πόλεως Αραούσιο
και του Ροδανού ποταμού (εις την σημερινή
Ν.Α. Γαλλία) υπό την ηγεσία του υπάτου
Γναίου Μαλλίου Μαξίμου.
Η Ρωμαϊκή στρατιά
ήταν ισχυρότατη, αποτελουμένη εκ 80.000
τακτικών στρατιωτών και εξ αρκετών
βοηθητικών, αλλά δυστυχώς είχε αποδυναμωθεί
η συνοχή της εξαιτίας της σοβαράς έριδος
μεταξύ του υπάτου Γναίου Μαλλίου και
του ανθυπάτου Κοϊντου Σερβιλίου
Καιπίωνος.
Όμως, πολύ ισχυρότερη ήταν
η Κιμβροτευτονική στρατιά, αποτελουμένη
εκ 300.000 περίπου στρατιωτών, υπό την
ηγεσία του βασιλέως των Κίμβρων Βοιώριξ
και του βασιλέως των Τευτόνων Τεύτομποντ.
Αρχικώς συγκρούσθησαν ένα Ρωμαϊκό
απόσπασμα με ένα προωθημένο Κιμβρικό
απόσπασμα και οι Ρωμαίοι συνετρίβησαν
ολοσχερώς.
Ο διοικητής του Ρωμαϊκού
αποσπάσματος, λεγάτος Μάρκος Αυρήλιος
Σκαύρος αιχμαλωτίσθηκε και κατ’εντολή
του Βοιώριξ κάηκε ζωντανός, προφανώς
ως ανθρωποθυσία προς τους σκοτεινούς
«θεούς»
των Κίμβρων.
Τελικά, μετά από κάποιες αποτυχημένες
απόπειρες διαπραγματεύσεων, έγινε η
τελική μάχη εις τις 6 Οκτωβρίου του 105
π.Χ. και λόγω κακής στρατηγικής (ιδίως
εξαιτίας μίας βεβιασμένης επιθέσεως
του Καιπίωνος), αλλά και προφανώς λόγω
του τρόμου που προξενούσε η αλλόκοτη
και θηριώδης όψις των Κιμβροτευτόνων,
οι Ρωμαϊκές δυνάμεις συνετρίβησαν
ολοσχερώς. Ελάχιστοι Ρωμαίοι κατόρθωσαν
να διαφύγουν και σχεδόν όλοι οι 80.000
τακτικοί στρατιώτες και οι βοηθητικοί
κατεσφάγησαν.
Ήταν η μεγαλύτερη ήττα
που υπέστησαν ποτέ (πρίν ή μετά) οι
Ρωμαίοι και πλέον αντιμετώπιζαν την
μεγίστη απειλή της ιστορίας τους, αφού
είχαν πλέον μειωθεί κατά πολύ οι
στρατιωτικές δυνάμεις τους, λόγω των
διαδοχικών ηττών τους, ενώ οι πανίσχυρες
Κιμβροτευτονικές ορδές ήσαν αποφασισμένες
και έτοιμες να καταστρέψουν την Ρώμη
και την υπόλοιπη Ιταλία.
Δια
να αντιμετωπίσουν αυτή την φοβερή
απειλή, οι Ρωμαίοι όρισαν ως ύπατο και
αρχηγό του κατά των Κιμβροτευτόνων
πολέμου, τον Μάριο που ήταν τότε ο
καλύτερος Ρωμαίος στρατηγός.
Ήταν
ευτύχημα δια τους Ρωμαίους και παραμένει
ιστορικό μυστήριο, το ότι οι Κιμβροτεύτονες
δεν εισέβαλαν αμέσως εις την Ιταλία,
αλλά επέδραμαν πρώτα κατά της Ιβηρίας.
Ούτως, ο Μάριος είχε τον απαραίτητο
χρόνο δια να γυμνάση τους άνδρες του
και να ανυψώση το ηθικό τους, αφού οι
Κιμβροτεύτονες εκινήθησαν πάλι κατά
των Ρωμαίων, το 102 π.Χ.
Όταν ο Μάριος έμαθε
ότι, οι Κιμβροτεύτονες ήσαν πλέον εγγύς,
μετεκίνησε ταχέως τις δυνάμεις του
πέραν των Άλπεων και εγκατέστησε εγγύς
των εκβολών του Ροδανού ποταμού ισχυρό
στρατόπεδο, με άφθονες προμήθειες.
Τότε,
η τύχη ευνόησε και πάλι τους Ρωμαίους,
καθώς οι Κιμβροτεύτονες εχώρισαν εις
τα δύο τις δυνάμεις τους, επειδή προφανώς
περιφρονούσαν πλέον τους Ρωμαίους, αλλά
και δια να εισβάλουν εκ δύο σημείων
ταυτοχρόνως εις την Ιταλία.
Ούτως, οι
Κίμβροι κατευθύνθησαν προς το Νωρικό,
όπου τις εκεί Ρωμαϊκές δυνάμεις διοικούσε
ο άλλους ύπατος Λουτάτιος Κάτλος, δια
να εισβάλουν εκ της βορειοανατολικής
πλευράς εις την Ιταλία, ενώ οι Τεύτονες
και οι Άμβρωνες κατευθύνθησαν προς την
περιοχή των Λιγύων (Ν.Α. Γαλλία), όπου
ήταν στρατοπεδευμένος ο Μάριος, δια να
εισβάλουν εκ της βορειοδυτικής πλευράς
εις την Ιταλία.
8.Η
ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΩΝ ΤΕΥΤΟΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΒΡΩΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΣΕΞΤΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΣΕΞΤΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ
Οι
Τεύτονες και οι Άμβρωνες προήλασαν έως
την περιοχή, όπου ευρίσκετο ο υπό τον
Μάριο Ρωμαϊκός στρατός και αφού
περικύκλωσαν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο
προκαλούσαν τον Μάριο εις μάχη.
Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλούταρχος
(Μάριος,15) «…εφαίνοντο
άπειροι εις το πλήθος και απεχθείς ως
προς τα είδη (μορφές) και ως προς τον
φθόγγο (φωνή) και τον θόρυβο, όχι όμοιοι
με ετέρους»,
προφανώς λόγω της απεχθούς δρακογόνου
καταγωγής τους.
Ο Μάριος όμως αδιαφορούσε
δια τις προκλήσεις τους και «στήνων
τους στρατιώτες υπέρ του χάρακος ανά
μέρος και προστάζων να τους βλέπουν,
τους συνήθιζε να ανέχονται την μορφή
των εχθρών και να υπομένουν την φωνή
τους, καθώς ήταν όλως αλλόκοτος και
θηριώδης…..» (Μάριος,16).
Ούτως, ο Μάριος έκανε τους στρατιώτες
του να ξεπεράσουν τον φόβο και την
έκπληξη που δικαιολογημένα τους
προξενούσε μέχρι τότε η απεχθής εμφάνιση
των δρακογόνων βαρβάρων.
Ούτως, μετά από
μερικές ημέρες οι Ρωμαίοι συνήθισαν
την μορφή των εχθρών τους και παρακινούσαν
πλέον τον Μάριο να τους οδηγήση κατά
των εχθρών τους.
Ο Μάριος όμως τηρούσε
στάση αναμονής, βάσει των εντολών της
Συρίας μάντισσας Μάρθας που ακολουθούσε
τον Ρωμαϊκό στρατό.
Ταυτοχρόνως,
συνέβη ένας αίσιος οιωνός δια τους
Ρωμαίους, καθώς δύο γύπες, αναγνωριζόμενοι
από χάλκινα περιδέραια που τους είχαν
φορέσει, ακολουθούσαν την Ρωμαϊκή
στρατιά, ανυψώνοντας το Ρωμαϊκό ηθικό,
διότι προφανώς προμήνυαν την σφαγή των
βαρβάρων, αφού οι γύπες είναι νεκροβόρα
όρνεα. Επίοης, εις την Ιταλία παρατηρήθησαν
θαυμαστά ουράνια φαινόμενα: «εκ
δε των Ιταλικών πόλεων της Αμερίας και
του Τουδέρτου, αναγγέλθηκε ότι την νύκτα
εφάνησαν εις τον ουρανό φλογοειδείς
αιχμές και θυρεοί (επιμήκεις ασπίδες),
πρώτα διαφέροντες και έπειτα συμπίπτοντες
μεταξύ τους και λαμβάνοντες τα σχήματα
και τις κινήσεις μαχομένων ανδρών, τέλος
δέ των μέν επιτιθεμένων, των δε
υποχωρούντων, άπαντες εχάθησαν προς
δυσμάς». (Μάριος,17).
Αυτή
είναι μία από τις πρώτες αξιόπιστες
μαρτυρίες δια την εμφάνιση A.T.I.A.
(αγνώστου ταυτότητος ιπταμένων
αντικειμένων). Επίσης, εκείνο τον χρόνο
έφθασε εις την Ρώμη εκ του Πεσσινούντος
(πόλη της Φρυγίας) ο Βατάκης, ιερεύς της
Μεγάλης Μητρός (δηλαδή της μητρός των
Ολυμπίων Θεών, Ρέας) και ανήγγειλε την
επικειμένη Ρωμαϊκή νίκη κατά των
Κιμβροτευτόνων.
Η σύγκλητος εδέχθη την
προφητεία, ενώ ο δήμαρχος Αύλος Πομπήιος
την θεώρησε αγυρτεία και εξύβρισε τον
Βατάκη, αλλά αμέσως μετά αρρώστησε βαριά
και πέθανε μετά από επτά ημέρες και
ούτως, επείσθησαν όλοι δια την Θεία αυτή
προφητεία.Τα ανωτέρω θαυμαστά σημεία
δηλώνουν, ότι υπήρχε βοήθεια παρά των
Ολυμπίων θεών προς τους Ρωμαίους, αφού
ήσαν απόγονοι Ελλήνων, λάτρευαν τους
Ολυμπίους θεούς και πολεμούσαν τους
απογόνους των δρακογόνων Κιμμερίων,
εχθρών των παλαιών Ελλήνων.
Καθώς
οι Ρωμαίοι έμεναν άπρακτοι, οι Τεύτονες
επεχείρησαν να πολιορκήσουν το Ρωμαϊκό
στρατόπεδο, αλλά απεκρούσθησαν και εις
την συνέχεια εκινήθησαν προς τις Άλπεις,
δια να εισβάλουν περνώντας τις εις την
Ιταλία.
Ο Μάριος τους ακολούθησε, μέχρι
που αυτοί έφθασαν εις την περιοχή των
Σεξτίων υδάτων, εγγύς των Άλπεων και
της Μασσαλίας, απεφάσισε δέ να πολεμήση
εκεί τους βαρβάρους δια να προλάβη την
εισβολή τους εις την Ιταλία. Ούτως, οι
Ρωμαίοι κατέλαβαν έναν οχυρό λόφο, αλλά
με ελλιπή ποσότητα ύδατος, διότι και
δια τούτου ο Μάριος ήθελε να παροξύνη
τους στρατιώτες του προς μάχη, καθώς
υπήρχε ένας ποταμός πλησίον του Τευτονικού
στρατοπέδου.Τότε, οι βοηθητικοί του
στρατοπέδου, δια να λάβουν ύδωρ, εκινήθησαν
μαζικά προς τον ποταμό, εξοπλισμένοι
πρόχειρα με αξίνες, πελέκεις, ξίφη και
λόγχες και αιφνιδίασαν τους εχθρούς,
καθώς οι περισσότεροι γευμάτιζαν ή
ελούοντο εις τις θερμές πηγές της
περιοχής. Αρχικά, αντιμετώπισαν ολίγοι
τους βοηθητικούς, εις την συνέχεια όμως,
άρχισαν να καταφθάνουν όλο και
περισσότεροι. Δια να βοηθήση τους
κινδυνεύοντες, ο Μάριος εκίνησε προς
μάχη τους στρατιώτες του.
Εκ του εχθρικού
στρατού είχαν ήδη επιτεθεί οι Άμβρωνες,
που ήσαν άνω των 30.000 και αποτελούσαν το
μαχιμώτατο μέρος του Τευτονικού στρατού.
Οι Άμβρωνες προχωρούσαν συντεταγμένοι,
κρούοντες με ρυθμό τα όπλα τους και
φωνάζοντες όλοι μαζί την προσηγορία
τους Άμβρωνες, δια να ανυψώσουν το ηθικό
τους και να τρομοκρατήσουν τους Ρωμαίους.
Πρώτοι από τον Ρωμαϊκό στρατό τους
αντιμετώπισαν οι Λίγυες που απάντησαν
εις τις εχθρικές κραυγές, φωνάζοντες
και αυτοί την εθνική ονομασία τους
Λίγυες. Καθώς οι Άμβρωνες περνούσαν τον
ποταμό, διεσπάσθησαν οι τάξεις τους,
ενώ οι Λίγυες με την βοήθεια και των
υπολοίπων Ρωμαίων στρατιωτών τους
επετέθησαν πλήρως συντεταγμένοι,
κινούμενοι μάλιστα εκ των άνωθεν.
Εις
τις αρχαίες πολεμικές τακτικές η
διάσπασις της συνοχής της πεζικής
φάλαγγος ενός στρατού ήταν άκρως
καταστροφική και τούτο συνέβη και εις
τους Άμβρωνες.
Οι συντεταγμένοι Ρωμαίοι,
εκμεταλλευόμενοι και την εδαφική
διαμόρφωση που τους ευνοούσε, κατέσφαζαν
τους Άμβρωνες, εκ των οποίων πολλοί
φονεύονταν, καθώς αλληωθούνταν
πανικοβλημένοι προς τον ποταμό.
Άλλοι
Άμβρωνες σφάζονταν από τους Ρωμαίους
καθώς υποχωρούσαν μέχρι το στρατόπεδό
τους. Και όσους έφθαναν εις τα στρατόπεδό
τους φόνευαν ως προδότες οι ίδιες οι
γυναίκες τους που έφεραν ξίφη και
πελέκεις και πολεμούσαν με μανία
ταυτοχρόνως τους υποχωρούντες Άμβρωνες
και τους Ρωμαίους που τους καταδίωκαν
μέχρι του βαρβαρικού στρατοπέδου.
Αφού
εφόνευσαν πολλούς Άμβρωνες, οι Ρωμαίοι
επέστρεψαν εις το στρατόπεδό τους, καθώς
ήδη είχε νυκτώσει.
Όμως, αν και είχαν
νικήσει, η νύκτα ήταν φοβερά και ταραχώδης
δια τους Ρωμαίους, διότι δεν είχαν
προλάβει να οχυρώσουν το στρατόπεδό
τους, απέμεναν ακόμη πολλές μυριάδες
αήττητοι βάρβαροι, ενώ όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Πλούταρχος (Μάριος, 20) «και
καθώς ήσαν αναμεμειγμένοι με τούτους
όσοι εκ Αμβρώνων διέφυγαν, υπήρχε την
νύκτα οδυρμός, όχι με κλαυθμούς, ούτε
με στεναγμούς ανθρώπων όμοιος, αλλά
κάποιο θηρομιγές ουρλιαχτό και βρυχηθμός,
μεμειγμένα με απειλές και θρήνος,
εκπεμπόμενο από τόσο πλήθος, αντηχούσε
εις τα πέριξ όρη και τα κοιλώματα του
ποταμού και κατείχε το πεδίο φρικώδης
ήχος..».
Και
εξ αυτών των θηριωδών και αποκόσμων
νυκτερινών ουρλιαχτών, που θυμίζουν
κραυγές «θρυλικών»
νυκτερινών όντων,
όπως οι λυκάνθρωποι, αποδεικνύεται η
θηριώδης, δρακογόνος καταγωγή των
Κιμβροτευτόνων.
Οι φοβισμένοι Ρωμαίοι
περίμεναν νυκτερινή επίθεση των βαρβάρων,
αλλά αυτοί δεν επετέθησαν ούτε την
νύκτα, ούτε την επομένη ημέρα, διότι,
ανασύντασσαν τις δυνάμεις τους.
Προετοιμαζομένος
ο Μάριος δια την κρίσιμη μάχη, απέστειλε
3.000 οπλίτες, υπό τον Μάρκελλο να κρυφθούν
εις τις άνωθεν του βαρβαρικού στρατοπέδου
δασώσεις χαράδρες και ενεδρεύοντες
εκεί, να επιτεθούν αιφνιδιαστικώς εκ
των όπισθεν εις τους εχθρούς, όταν θα
άρχιζε η μάχη. Τους υπολοίπους στρατιώτες
παρέταξε πρό του στρατοπέδου και έστειλε
τους ιππείς εις την πεδιάδα.
Όταν το
είδαν οι βάρβαροι, εξοπλίσθησαν με
ταχύτητα και οργή και επετέθησαν κατά
του λόφου, όπου ήταν το Ρωμαϊκό στρατόπεδο.
Επειδή, η ανωμαλία του εδάφους δεν
ευνοούσε την κατά την εκ του συστάδην
μάχη, ο Μάριος παρακαλούσε τους στρατιώτες
να σταθούν και να καρτερούν και όταν
πλησιάσουν οι εχθροί, να τους πλήξουν
με τα ακόντια και έπειτα να χρησιμοποιήσουν
τα μαχαίρια και να απωθήσουν με τους
θυρεούς τους τους εχθρούς.
Ακολουθώντας
οι στρατιώτες τις οδηγίες του Μαρίου,
αντιστάθηκαν εις τους βαρβάρους, τους
εμπόδισαν να ανέβουν και εις την συνέχεια
τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν προς την
πεδιάδα. Καθώς οι πρώτοι βάρβαροι
παρατάσσονταν εις την πεδιάδα, αυτοί
που τους ακολουθούσαν εκ των όπισθεν
ήσαν διασπασμένοι. Εκμεταλλευόμενος
την ευκαιρία αυτή ο Μάρκελλος, επιτέθηκε
με τους ενεδρεύοντες στρατιώτες του
εις τα νώτα των εχθρών, φονεύνοντας τους
εσχάτους των βαρβάρων, οι οποίοι
παρασύροντες τους έμπροσθεν αυτών
ευρισκομένους, προκάλεσαν ταραχή εις
το βαρβαρικό στράτευμα.
Οι βάρβαροι δεν
άντεξαν επί πολύ να κτυπώνται εκ δύο
πλευρών και διαλύσαντες τις τάξεις
τους, ετράπησαν εις άτακτη φυγή.
Καταδιώκοντάς τους οι Ρωμαίοι, εφόνευσαν
και αιχμαλώτισαν πάνω από 100.000 εχθρούς
και κυρίευσαν το στρατόπεδό τους.
Μεταξύ
των αιχμαλώτων ήταν και ο βασιλεύς των
Τευτόνων Τεύτομποντ, ο οποίος προφανώς
εκτελέσθηκε.
Αυτή η συντριπτική νίκη των Ρωμαίων το 102 π.Χ. κατά των Τευτόνων και Αμβρώνων, ήταν η πρώτη και αποφασιστική νίκη των Ρωμαίων, κατά τον Κιμβρικό πολέμου, αφού αν είχε ηττηθεί και ο Μάριος, οι Κιμβροτεύτονες θα εισέβαλαν πλέον εις την Ιταλία, χωρίς να δύναται ουδείς να τους αντισταθή.
Αυτή η συντριπτική νίκη των Ρωμαίων το 102 π.Χ. κατά των Τευτόνων και Αμβρώνων, ήταν η πρώτη και αποφασιστική νίκη των Ρωμαίων, κατά τον Κιμβρικό πολέμου, αφού αν είχε ηττηθεί και ο Μάριος, οι Κιμβροτεύτονες θα εισέβαλαν πλέον εις την Ιταλία, χωρίς να δύναται ουδείς να τους αντισταθή.
Και δεν είναι καθόλου
τυχαίο το ότι, η νίκη αυτή επιτεύχθηκε
εγγύς της Ιωνικής Μασσαλίας, που είχε
ως πολιούχο θεά την Αρτέμιδα.
Όπως οι
παλαιοί Κιμμέριοι εις την Έφεσο και οι
Κιμβρογαλάτες εις τους Δελφούς είχαν
συντριβεί με την βοήθεια της Αρτέμιδος,
ούτως και τότε οι Τεύτονες και Άμβρωνες
συνετρίβησαν πλησίον της πόλεως της
Αρτέμιδος.
9.Η
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΚΙΜΒΡΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΧΗ
ΤΩΝ ΒΕΡΚΕΛΛΩΝ
Λίγες
ημέρες μετά την νίκη του Μαρίου εις τα
Σέξτια ύδατα, αναγγέλθησαν άσχημες
ειδήσεις δια την υπό το Κάτλο Ρωμαϊκή
στρατιά, εις τα Β.Α. σύνορα της Ιταλίας,
προξενώντας νέο φόβο εις τους Ρωμαίους.
Ο Κάτλος είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις
του έμπροσθεν του Νατισώνος ποταμού
της Β.Α. Ιταλίας, όπου και οχυρώθηκε
ισχυρώς, αναμένων τους Κίμβρους.
Όταν
όμως οι Κίμβροι επετέθησαν, οι περισσότεροι
Ρωμαίοι στρατιώτες δείλιασαν και
ανάγκασαν τον Κάτλο να διατάξη υποχώρηση,
αφήνοντας τους Κίμβρους να εισβάλουν
ανενόχλητοι εις την βόρειο Ιταλίας.
Αμέσως τότε, ο Μάριος εκλήθη εις την
Ρώμη και εις την συνέχεια κατευθύνθηκε
με τον στρατό του, δια να ενωθή με τις
δυνάμεις του Κάτλου.
Την ώρα που ενώθηκαν
οι δύο Ρωμαϊκές στρατιές, οι Κίμβροι
είχαν διαβεί τον ποταμό Πάδο δια να
καταστρέψουν την εντός Ιταλία.
Επειδή
οι Κίμβροι δεν είχαν ακόμη πληροφορηθεί
την συντριβή των Τευτόνων και Αμβρώνων,
τους ανέμεναν δια να καταστρέψουν μαζί
την Ιταλία, μέχρι που οι πρέσβεις τους
επληροφορήθησαν από τον Μάριο με ειρωνικό
τρόπο την σφαγή τους και είδαν μάλιστα
δεσμίους τους ηγεμόνες των Τευτόνων.
Μόλις αναγγέλθησαν αυτά εις τους
Κίμβρους, αυτοί εκινήθησαν κατά του
Ρωμαϊκού στρατού και τελικά, οι δύο
αντίπαλοι στρατοί αντιπαρατάχθησαν
εις την πεδιάδα πέριξ των Βερκελλών
(σημερινό Βερκέλλι, του Πιεμόντε της
ΒΔ. Ιταλίας) τον Αύγουστο του 101 π.Χ.
Οι
Ρωμαϊκές δυνάμεις ήσαν 20.300 στρατιώτες
υπό τον Κάτλο και 32.000 στρατιώτες υπό
τον Μάριο, ήτοι εν συνόλω 52.300 άριστα
οργανωμένοι στρατιώτες. Η Κιμβρική
στρατιά, υπό την ηγεσία του βασιλέως
των Κίμβρων Βοιώριξ, ήταν υπερτριπλάσια,
καθώς την αποτελούσαν τουλάχιστον
180.000 στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και
15.000 επίλεκτοι ιππείς.
Οι
στρατιώτες του Κάτλου παρετάχθησαν εις
τον μέσο της Ρωμαϊκής παρατάξεως και
οι στρατιώτες του Μαρίου διαμεμήθησαν
εις τα δύο άκρα της παρατάξεως.
Η πανίσχυρη
Κιμβρική στρατιά συντάχθηκε εις τετράγωνη
παράταξη, μέτωπο και βάθος ίσο με τριάντα
στάδια, δηλαδή 5,4 χιλιόμετρα, μοιάζοντας
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλούταρχος
(Μάριος 26)«με
κινούμενο αχανές πέλαγος».
Όταν άρχισε η μάχη, λόγω του μεγάλου
κονιορτού που
σηκώθηκε, εκρύφθησαν οι
δύο αντίπαλες παρατάξεις και από τύχη
ο οι Κίμβροι συγκρούσθηκαν κυρίως με
τις μεσαίες υπό τον Κάτλο Ρωμαϊκές
δυνάμεις, ενώ οι υπό τον Μάριο δυνάμεις
των Ρωμαϊκών άκρων είχαν πολύ μικρότερη
συμμετοχή εις την μάχη.
Τους Ρωμαίους
ευνοούσε το θερινό καύμα και ο ήλιος
που έλαμπε προς τα πρόσωπα των Κίμβρων,
διότι ενώ αυτοί ήσαν συνηθισμένοι να
αντέχουν εις το κρύο, αφού είχαν έλθει
από σκιερούς και ψυχρούς τόπους, δεν
άντεχαν καθόλου την ηλιακή θερμότητα.
Και προφανώς δεν άντεχαν τον ήλιο και
λόγω της καταγωγής τους εκ του σκοτεινού
υποχθονίου κόσμου, καθώς και κατά τους
«θρύλους»,
διάφορα δαιμονικά όντα όπως οι βρυκόλακες
δεν αντέχουν το ηλιακό φώς.
Καθώς λοιπόν
οι Κίμβροι ίδρωναν και λαχάνιαζαν πολύ,
ανασήκωναν τις ασπίδες τους πρό των
προσώπων τους, δια να προστατευθούν από
τον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο το σώμα
τους εις τα κτυπήματα των Ρωμαίων.
Αντιθέτως, οι Ρωμαίοι στρατιώτες, καθώς
ήσαν σκληραγωγημένοι και άριστα
γυμνασμένοι, άντεχαν με άνεση την ζέστη,
χωρίς να ιδρώνουν και να λαχανιάζουν.
Τους Ρωμαίους ευνόησε και ο κονιορτός
της μάχης, αφού απέκρυψε τις Κιμβρικές
δυνάμεις και καθώς οι Ρωμαίοι στρατιώτες
δεν αντελήφθησαν το τεράστιο πλήθος
των Κίμβρων, τους πολέμησαν με θάρρος.
Ούτως, οι Ρωμαίοι συνέτριψαν τους
Κίμβρους, εκ των οποίων κατεσφάγη το
μεγαλύτερο και μαχιμώτατο μέρος, καθώς
οι πρόμαχοί τους ήσαν δεμένοι μεταξύ
τους με μακρές αλυσίδες, δια να μην
διασπάσουν την παράταξή τους. Όσοι
Κίμβροι έφθαναν υποχωρώντας προς το
στρατόπεδό τους, είτε φονεύονταν από
τις γυναίκες τους, οι οποίες δεν λυπούνταν
ούτε καν συζύγους, αδελφούς ή πατέρες
και εις την συνέχεια φόνευαν και τα
παιδιά τους και αυτοκτονούσαν και οι
ίδιες, είτε και οι ίδιοι αυτοκτονούσαν.
Η νίκη των Ρωμαίων ήταν ολοκληρωτική,
καθώς 120.000 Κίμβροι, μεταξύ των οποίων
και ο Βοιώριξ, πέθαναν, άνω των 60.000
αιχμαλωτίσθησαν και κυριεύθηκε το
στρατόπεδό τους, με όλα τα συσσωρευμένα
λάφυρα των πολυχρόνων επιδρομών τους.
Όταν έμαθαν δια την Κιμβρική ήττα οι
σύμμαχοι των Κίμβρων Τιγυρίνοι, οι
οποίοι είχαν παραμείνει εις τις διαβάσεις
των Άλπεων, υποχώρησαν εις την χώρα τους
και ούτως έληξε νικηφόρως δια τους
Ρωμαίους ο δεκατριετής Κιμβρικός πόλεμος
(113-101 π.Χ.).
Αναγνωρίζοντας
οι Ρωμαίοι την μεγάλη σημασία της νίκης
τους κατά των Κιμβροτευτόνων, αποκαλούσαν
πλέον τον Μάριο τρίτο ιδρυτή της Ρώμης,
δηλαδή μετά τον Ρωμύλο που ίδρυσε την
πόλη και τον Κάμιλλο που είχε νικήσει
τους Γαλάτες, όταν είχαν κυριεύσει όλη
την Ρώμη, πλήν του Καπιτωλίου λόφου.
Και
πράγματι οι συνέπειες της ολοκληρωτικής
νίκης των Ρωμαίων ήσαν κοσμοϊστορικές,
αφού αν είχαν νικήσει οι Κιμβροτεύτονες,
ουδείς πλέον θα μπορούσε να αντισταθεί.
Καθώς είχαν ήδη λεηλατήσει την Γαλατία
και την Ιβηρία, όπως οι ίδιοι δήλωναν,
θα κατέστρεφαν ολοκληρωτικά την Ιταλία
(όπου μάλιστα υπήρχαν και τότε πολλές
Ελληνικές πόλεις) και εις την συνέχεια
θα προήλαυναν ανενόχλητοι προς την
χερσόνησο του Αίμου, όπου προφανώς θα
κατέστρεφαν την αδύναμη τότε Ελλάδα,
λόγω του προγονικού μίσους τους προς
τους Έλληνες.
Ούτως, θα καταστρεφόταν
ο Ελληνικός πολιτισμός του Μεσογειακού
κόσμου και θα κυριαρχούσαν από τότε οι
Κιμβροτεύτονες.
Ευτυχώς όμως, η Ρωμαϊκή
νίκη κατά των Κιμβροτευτόνων έσωσε τον
Έλληνικό και εξελληνισμένο Μεσογειακό
κόσμο και τον απήλλαξε δια μερικούς
αιώνες από την απειλή των δρακογόνων
Κίμβρων.
10.Η
ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ
ΚΙΜΒΡΟΤΕΥΤΟΝΩΝ
Μετά
την συντριβή τους από τον Μάριο, απέμειναν
ολιγάριθμα υπολείμματα των Κιμβροτευτόνων
εις την Β. Ευρώπη, δια τους οποίους
αναφέρουν διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς.
Πρώτος,
συνάντησε τμήμα των υπολειμμάτων των
Κιμβροτευτόνων, ο Ιούλιος Καίσαρ ο
οποίος αναφέρει (Περί του Γαλατικού
Πολέμου, 2.29) ότι, κατά τους πολέμους του
εναντίον των Γαλατικών Βελγικών λαών,
πολέμησε το 57 π.Χ.και τον λαό των
Αδουατουκών, που κατοικούσαν εις το
σημερινό νότιο Βέλγιο και οι οποίοι «ήσαν
απόγονοι των Κίμβρων και Τευτόνων» και
συγκεκριμένα έξι χιλιάδων στρατιωτών
τους, οι οποίοι είχαν παραμείνει πλησίον
του Ρήνου, δια να φυλούν τις βαριές
αποσκευές, όταν οι Κιμβροτεύτονες
επέδραμαν κατά της Ιταλίας.
Οι Αδουατουκοί
προσπάθησαν να εξαπατήσουν τους Ρωμαίους,
καθώς ενώ παρέδοσαν με συνθήκη την πόλη
τους, είχαν αποκρύψει πολλά όπλα τους
και επετέθησαν την νύκτα κατά του
Ρωμαϊκού στρατοπέδου.
Όμως, καθώς ο
Καίσαρ εγνώριζε την έμφυτη Κιμβρική
δολιότητα, δεν αιφνιδιάσθηκε, αφού είχε
προετοιμάσει τις δυνάμεις του, οι οποίες
κατέσφαξαν 4.000 Αδουατουκούς και
αιχμαλώτισαν 53.000.
Ο
Αύγουστος Καίσαρ (ολίγα έτη μ.Χ.),
περιγράφων τις εκστρατείες του
αναφέρει: «Ο
στόλος μου διέπλευσε τον Ωκεανό από το
στόμιο του Ρήνου έως ανατολικά μέχρι
του έθνους των Κίμβρων, όπου δεν έφθασε
κανείς Ρωμαίος, πρό τούτου του χρόνου,
ούτε από γή, ούτε από θάλασσα.Και οι
Κίμβροι και οι Χάλυβες και οι Σέμνονες
και άλλα πολλά Γερμανικά έθνη, δια
πρεσβειών αιτήθησαν την δική μου φιλία
και του δήμου των Ρωμαίων». (Res
gestae, 26).
Ο
Στράβων (ολίγα έτη μ.Χ.), περιγράφων τους
Γερμανικούς λαούς, αναφέρει:
«Προς δέ τον ωκεανό (είναι) οι Σούγαμβροι και οι Χαύβοι και οι Βρούκτεροι και οι Κίμβροι»(Γεωγραφικά, 1.3).
«Των δέ Γερμανών, ως είπα, οι μέν βόρειοι παροικούν εις τον ωκεανό. Αναγνωρίζονται δε λαβόντες την αρχή από των εκβολών του Ρήνου, μέχρι του Άλβιος (Έλβα). Τούτων δέ είναι γνωριμώτατοι οι Σούγαμβροι και οι Κίμβροι» (Γεωγραφικά, 2.4.).
«Προς δέ τον ωκεανό (είναι) οι Σούγαμβροι και οι Χαύβοι και οι Βρούκτεροι και οι Κίμβροι»(Γεωγραφικά, 1.3).
«Των δέ Γερμανών, ως είπα, οι μέν βόρειοι παροικούν εις τον ωκεανό. Αναγνωρίζονται δε λαβόντες την αρχή από των εκβολών του Ρήνου, μέχρι του Άλβιος (Έλβα). Τούτων δέ είναι γνωριμώτατοι οι Σούγαμβροι και οι Κίμβροι» (Γεωγραφικά, 2.4.).
Ο
Τάκιτος (περί το 98 μ.Χ.) περιγράφων τους
Γερμανικούς λαούς αναφέρει:
«Τον ίδιο κόλπο της Γερμανίας, κατέχουν οι πλησιέστατοι στον ωκεανό Κίμβροι, τώρα μικρή πολιτεία, αλλά μεγάλη για την δόξα της». (Γερμανία,37, Μετάφρασις Ευστρατίου Τσουρέα-Εκδόσεις Παπαδήμα)
«Τον ίδιο κόλπο της Γερμανίας, κατέχουν οι πλησιέστατοι στον ωκεανό Κίμβροι, τώρα μικρή πολιτεία, αλλά μεγάλη για την δόξα της». (Γερμανία,37, Μετάφρασις Ευστρατίου Τσουρέα-Εκδόσεις Παπαδήμα)
Ο
Κλαύδιος Πτολεμαίος (περί τα μέσα του
2ου μ.Χ. αιώνος) περιγράφων κατά σειρά
τους Γερμανικούς λαούς, αναφέρει
ότι «πάντων
δέ βορειότεροι (είναι) οι Κίμβροι» (Γεωγραφία,
2.11.).
Επίσης, αναφέρεται και εις κάποια
υπολείμματα των Τευτόνων, μεταξύ των
λαών της Κεντρικής Γερμανίας: «Μεταξύ
δέ των Φαροδεινών και των Συήβων (είναι)
οι Τεύτονες».(Γεωγραφία,
2.11.).
Εκ
των ανωτέρω αναφορών συμπεραίνεται
ότι, οι διασωθέντες Κιμβροτεύτονες
διεσκορπίθησαν ως εξής: Οι μετονομασθέντες
Αδουατουκοί παρέμειναν μεταξύ των
Βελγικών λαών, οι διασωθέντες Τέυτονες
εκατεστάθησαν εις την κεντρική Γερμανία
και οι υπόλοιποι Κίμβροι εγκατεστάθησαν
εις την σημερινή ηπειρωτική Δανία ή
χερσόνησο της Γιουτλάνδης.
Δια τούτο
όπως αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος
(Γεωγραφία, 2.11.), τότε ονομαζόταν Κιμβρική
χερσόνησος: «Υπέρ
δε την Κιμβρική χερσόνησο (είναι) άλλες
τρείς νήσοι, καλούμενες Αλοκίες…. Εξ
ανατολών δέ της Κιμβρικής χερσονήσου
(είναι) τέσσερεις νήσοι, οι καλούμενες
Σκανδίες». (Γεωγραφία,11).
Οι Σκανδίες νήσοι είναι η σημερινή
Σκανδιναβική χερσόνηοος, που τότε δεν
είχε ακόμη εξερευνηθεί προς βορρά και
εθεωρείτο ότι ήταν νησιωτικό σύμπλεγμα,
εκ της οποίας η Σουηδία προσεγγίζει εξ
ανατολών την Δανική χερσόνησο, καθώς
χωρίζονται δια θαλασσίου πορθμού.
Το
ότι, οι Κίμβροι ήσαν εγκατεστημένοι εις
την Δανία, αποδεικνύεται και εκ του ότι,
εις την σημερινή βόρειο Δανία, υπάρχει
η περιοχή Himmerland = η χώρα των Κιμμερίων
(το αρχικό γράμμα κ έχει μετατραπεί εκ
παραφθοράς εις χ) και μάλιστα, οι σημερινοί
κάτοικοι της Χίμμερλαντ δηλώνουν και
οι ίδιοι (άνευ ντροπής!!) ότι, είναι
απόγονοι των Κίμβρων.
Οι
Κίμβροι συνέχιζαν να διατηρούν τις
φρικτές ανθρωποθυσιαστικές «ιεροτελεστίες»
τους, όπως περιγράφει ο Στράβων:
«Διηγούνται τέτοιο έθιμο των Κίμβρων, ότι συστρατεύονται με αυτούς οι γυναίκες τους και ότι, ακολουθούσαν ιέρειες προμάντεις, λευκότριχες, λευκοντυμένες, με λεπτόλινα ενδύματα με πόρπες, έχουσες χάλκινη ζώνη, γυμνόποδες. Αυτές λοιπόν συναντούσαν ξιφήρεις τους αιχμαλώτους εις το στρατόπεδο και αφού τους στεφάνωναν, τους οδηγούσαν εις χάλκινο κρατήρα, μεγέθους είκοσι αμφορέων. Είχαν δε αναβάθρα, εις την οποία ανέβαινε η ιέρεια, φθάνουσα υπέρ του λέβητος και ελαιμοτομούσε έκαστο αιχμάλωτο, καθώς μετεωριζόταν. Εκ δε του χυομένου εις τον κρατήρα αίματος ασκούσαν κάποια μαντεία.΄Άλλες δέ, ξεκοιλιάζοντάς τους, εκ των σπλάγχνων προφήτευαν νίκη εις τους οικείους τους». ( Γεωγραφικά, Ζ.ΙΙ.3).
«Διηγούνται τέτοιο έθιμο των Κίμβρων, ότι συστρατεύονται με αυτούς οι γυναίκες τους και ότι, ακολουθούσαν ιέρειες προμάντεις, λευκότριχες, λευκοντυμένες, με λεπτόλινα ενδύματα με πόρπες, έχουσες χάλκινη ζώνη, γυμνόποδες. Αυτές λοιπόν συναντούσαν ξιφήρεις τους αιχμαλώτους εις το στρατόπεδο και αφού τους στεφάνωναν, τους οδηγούσαν εις χάλκινο κρατήρα, μεγέθους είκοσι αμφορέων. Είχαν δε αναβάθρα, εις την οποία ανέβαινε η ιέρεια, φθάνουσα υπέρ του λέβητος και ελαιμοτομούσε έκαστο αιχμάλωτο, καθώς μετεωριζόταν. Εκ δε του χυομένου εις τον κρατήρα αίματος ασκούσαν κάποια μαντεία.΄Άλλες δέ, ξεκοιλιάζοντάς τους, εκ των σπλάγχνων προφήτευαν νίκη εις τους οικείους τους». ( Γεωγραφικά, Ζ.ΙΙ.3).
Είναι
προφανές ότι, οι ανωτέρω ανθρωποθυσιαστικές
τελετουργίες των Κίμβρων ήταν προσφορές
αίματος προς τους σκοτεινούς
«θεούς-δράκοντες»,
τόσο δια να τους εξευμενίζουν, όσο και
δια να λάβουν «μαντείες».
Όπως και εις τις σύγχρονες τελετές
νεκρομαντείας (εξασκούμενες κυρίως υπό
των απογόνων των Κίμβρων, Αγγλοσαξόνων
σατανιστών) το αίμα και η νεκρική αγωνία
του θύματος «έτρεφαν»
τις σκοτεινές δρακόντειες «θεότητες»
των Κίμβρων.Το
ότι εκτελούσαν τις φρικτές αυτές τελετές
ιέρειες, πιθανόν δηλώνει ότι, οι Κίμβροι
εξακολουθούσαν να λατρεύουν την
πρωταρχική δράκαινα «θεά» ή «μιξοπάρθενο
έχιδνα»
των παλαιών Κιμμερίων.
ἀπό ΛΕΝΤΖΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ » Τρίτη 12/08/2008